Το μεταπολιτευτικό πολιτικό κλισέ των «δικών» μας δημάρχων, του δήμαρχου-κομματάρχη, που για την ιστορία εφηύρε και εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ (ως πρώτη μορφή ελέγχου των «αρμών της εξουσίας»), έχει τελευτήσει τον βίο του. «Κάηκε», κυριολεκτικά και μεταφορικά, μαζί με την ανικανότητα και την ανεπάρκεια πολλών εξ αυτών, γεγονός που γεννά πλήθος ερωτημάτων για το αυτοδιοικητικό μοντέλο της χώρας: Δηλαδή κατά πόσον ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.
Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν ανέχεται πλέον να φοράει υποχρεωτικά παπούτσια (δημάρχους, περιφερειάρχες κλπ) απ’ τον τόπο (κόμμα) του κι ας είναι μπαλωμένα: Τα χρίσματα ως «κουσούρι» της Μεταπολίτευσης δεν έχουν πλέον καμία πολιτική χρησιμότητα, αφού ενίοτε οι επιλογές γίνονται επικίνδυνες για τα κόμματα στην περίπτωση που ο «χρισματούχος» (κατά το «βισματούχος») αποδειχθεί ακατάλληλος. Η ΝΔ, ως έκφραση φιλελεύθερων κεντροδεξιών αρχών και θέσεων, κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να περιορίσει τα «μπαλωμένα παπούτσια».
Αλλωστε, κάτι άλλο θα αποτελούσε κορυφαία πολιτική αντίφαση για ένα κόμμα, που σε κυβερνητικό επίπεδο μεγάλος αριθμός υπουργών δεν προέρχεται από τις τάξεις του, να κομματικοποιεί τις επιλογές του στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Είναι προφανές ότι όλοι έχουν μια πολιτική ταυτότητα την οποία και γνωρίζουν οι ψηφοφόροι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν και τις απαιτούμενες γνώσεις, εμπειρία και ικανότητα, κοινώς το «πακέτο» ώστε να πετύχουν ως δήμαρχοι ή περιφερειάρχες.