Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν ξήλωσαν σε λίγα λεπτά το αφήγημα των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο. Με προκλητικό ύφος, ο στενότερος συνεργάτης του Ερντογάν υποστήριξε ότι «η Ελλάδα πρέπει να μάθει να ζει με την Τουρκία όπως είναι» και ότι η Άγκυρα «δεν θα παραιτηθεί από τα δικαιώματά της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο».
Η περίοδος των μειωμένων τουρκικών προκλήσεων δεν ήταν παρά μεθοδευμένη τακτική. Η Τουρκία ήθελε να δείξει σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον ότι μπορεί να τα βρει με την Αθήνα, ώστε να διεκδικήσει συμμετοχή στον νέο αμυντικό σχεδιασμό της ΕΕ και να επανενταχθεί στο πρόγραμμα των F-35. Όμως, την ίδια στιγμή, συνέχιζε να μπλοκάρει κρίσιμες ενεργειακές υποδομές (όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου), κατέθεσε χάρτες σε ΟΗΕ και UNESCO που αμφισβητούν το μισό Αιγαίο και αναβίωνε το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Με άλλα λόγια, η «ηρεμία» στο Αιγαίο ήταν βιτρίνα για τη Δύση, όχι πραγματική αλλαγή στρατηγικής.

Γιατί τώρα αυτές οι δηλώσεις;

Η χρονική συγκυρία αυτής της αλλαγής δεν είναι τυχαία. Ο Φιντάν εξαπέλυσε τα πυρά του με βασικό στόχο την ελληνική πολιτική ηγεσία.

Ο Τούρκος ΥΠΕΞ χαρακτήρισε την ελληνική στάση «cheap politics» («φτηνή πολιτική»), κατηγορώντας τον υπουργό Άμυνας Νίκο Δένδια και άλλους πολιτικούς ότι χρησιμοποιούν την «αντιτουρκική ρητορική σαν πολιτική ασπιρίνη» για εσωτερική κατανάλωση. Δεν δίστασε μάλιστα να μιλήσει για το «πείραμα του Παβλόφ», υπονοώντας ότι κάθε φορά που η Αθήνα αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα, «ξυπνάει αντανακλαστικά» και επιστρέφει στην «εύκολη λύση» της επίκλησης της τουρκικής απειλής.

Πέρα από τις λεκτικές υπερβολές, το μήνυμα Φιντάν είχε σαφή στρατηγικό χαρακτήρα: Προειδοποίησε ότι τέτοιες δηλώσεις «ανοίγουν την πόρτα σε κρίσεις με γεωστρατηγικό κόστος για την Ελλάδα». Δηλαδή, αν η Αθήνα επιμείνει να στηρίζει τη θέση της στο Διεθνές Δίκαιο, τότε η Τουρκία δεν αποκλείει ακόμη και θερμό επεισόδιο.

Δύο ακόμη παράμετροι φωτίζουν το «γιατί τώρα»:

1. Η Τουρκία αισθάνεται ισχυρή γιατί έχει χτίσει νέες συμμαχίες μέσα στην ΕΕ (με Ιταλία, Ισπανία, Βρετανία), φαίνεται να αποκτά επικοινωνία με τη Γαλλία, αποκαθιστά τις σχέσεις της με την Αίγυπτο και τον Χαφτάρ στη Λιβύη, ενώ οι προσωπικές σχέσεις Ερντογάν-Τραμπ βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο. Αυτό το πλέγμα σχέσεων τροφοδοτεί την τουρκική αυτοπεποίθηση μετατρέποντάς την σε αλαζονεία!

2. Το αμέσως επόμενο διάστημα η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι θα προχωρήσει στην πόντιση του ηλεκτρικού καλωδίου Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ. Ένα έργο που η Άγκυρα πολεμά, καθώς αναβαθμίζει τη χώρα μας και την Κύπρο σε ενεργειακούς κόμβους. Δημιουργώντας κλίμα έντασης τώρα, η Τουρκία επιχειρεί να υπονομεύσει το έργο προτού προχωρήσει.

Το υπόβαθρο των στοχοποιήσεων

Με την επιλογή του ο Φιντάν να απευθυνθεί στον Έλληνα υπουργό Εθνικής Άμυνας επιχειρεί να στείλει μήνυμα στην Αθήνα ότι η Άγκυρα δεν θα ανεχθεί πολιτικούς που λειτουργούν ως «γεράκια» απέναντί της.

Επιπλέον, η ρητορική Φιντάν έχει διττό στόχο:

1. Την εσωτερική κατανάλωση: να παρουσιαστεί στην τουρκική κοινή γνώμη ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν υποχωρεί μπροστά στην «ελληνική προπαγάνδα».

2. Την εξωτερική πίεση: να μετατοπιστεί η εικόνα της Τουρκίας από «αναθεωρητική δύναμη» σε «θύμα της ελληνικής αντιτουρκικής εμμονής», ώστε να κερδίσει ανοχή σε ΕΕ και ΗΠΑ.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι δηλώσεις του ίδιου του Ερντογάν ήρθαν να κλιμακώσουν περαιτέρω το κλίμα. Με αφορμή τον εορτασμό της «Ημέρας της Νίκης» (30 Αυγούστου), όταν επέλεξε να στείλει μήνυμα θριαμβολογίας για τις «νίκες κατά των Ελλήνων», εξυμνώντας ουσιαστικά τις θηριωδίες κατά του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Τέτοιες αναφορές δεν αποτελούν απλώς ιστορική διαστρέβλωση… Λειτουργούν ως ιδεολογικό καύσιμο για την τουρκική επιθετικότητα και αποκαλύπτουν την περιφρόνηση της Άγκυρας στην ελληνοτουρκική ειρηνική συνύπαρξη.

Ωστόσο, οι αποκαλύψεις του Nordic Monitor (Απρίλιος 2025) διαλύουν κάθε ψευδαίσθηση. Σύμφωνα με έγγραφα, που έφεραν στο φως αυτοεξόριστοι Τούρκοι δημοσιογράφοι, το καθεστώς Ερντογάν είχε έτοιμα σχέδια εισβολής σε ελληνικά νησιά, τα οποία δεν εκτελέστηκαν μόνο λόγω της παρουσίας αμερικανικών και γαλλικών δυνάμεων στην περιοχή. Με απλά λόγια: ενώ σήμερα η Τουρκία μιλά για «φθηνή πολιτική» των Ελλήνων, στην πραγματικότητα διατηρεί στο συρτάρι της επιχειρησιακά σχέδια πολέμου.

Άμεση αντίδραση Γεραπετρίτη

Η αντίδραση της Αθήνας στη νέα τουρκική πρόκληση ήταν άμεση. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης τόνισε ότι «η Ελλάδα δεν δέχεται διδασκαλίες», χαρακτηρίζοντας τις δηλώσεις Φιντάν «υπερβολικές και ανοίκειες». Ενώ ο Νίκος Δένδιας τις χαρακτήρισε «παράνομες και απαράδεκτες», υπογραμμίζοντας ότι παραβιάζουν ακόμη και τα στοιχειώδη όρια διπλωματικής συμπεριφοράς.

Οι αντιδράσεις αυτές ανέδειξαν το προφανές: ότι η Τουρκία δεν μιλά ως υπεύθυνος συνομιλητής, αλλά ως μία χώρα που απειλεί να τινάξει στον αέρα τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Πίσω από τη ρητορική Φιντάν κρύβεται μια πάγια τουρκική επιδίωξη: η «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας! Δηλαδή, η μετατροπή της χώρας σε κράτος «ουδέτερο», που η εξωτερική και αμυντική πολιτική του θα διαμορφώνεται ανάλογα με τα συμφέροντα του «ισχυρού» γείτονά του!

Συμπερασματικά, οι δηλώσεις Φιντάν δεν ήταν μια ατυχής ρητορική έξαρση… Ήταν η αποκάλυψη της πραγματικής στρατηγικής. Και οι δηλώσεις Ερντογάν ήρθαν να το επιβεβαιώσουν με τον πλέον κυνικό τρόπο: θριαμβολογώντας για εγκλήματα κατά του ελληνισμού!

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να πέσει στην παγίδα του κατευνασμού. Η Δύση μένει να αποφασίσει αν θα κάνει ότι δεν βλέπει ή αν θα αναγνωρίσει ότι το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος θα είναι το πραγματικό τεστ αξιοπιστίας της απέναντι στην τουρκική αναθεωρητική απειλή.