Η ελληνοτουρκική κινητικότητα των τελευταίων ημερών δεν είναι απλώς μια ακόμα διπλωματική «αναλαμπή». Είναι το προοίμιο μιας νέας γεωπολιτικής αντιπαράθεσης που θα κρίνει εάν η Μεσόγειος θα γίνει θάλασσα συνεννόησης ή προτεκτοράτο του νεοοθωμανισμού. Η ελληνική πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για σύνοδο 5x5, ένα πολυμερές σχήμα διαλόγου με τη συμμετοχή των χωρών της Μεσογείου για τη διευθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, στόχευε ακριβώς σε αυτό: Στη θεσμική διεθνοποίηση των προβλημάτων, ώστε να μπει φρένο στις μονομερείς τουρκικές αξιώσεις.
Η απάντηση του Χακάν Φιντάν ήταν χαρακτηριστικά τουρκική: φαινομενικά μετριοπαθής, ουσιαστικά παγίδα. Για πρώτη φορά Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αναγνώρισε δημόσια το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα πέραν των έξι μιλίων, ένα δικαίωμα που ως τώρα η Άγκυρα θεωρούσε «αιτία πολέμου» (casus belli). Μόνο που αυτή η «αναγνώριση» δεν σημαίνει αναδίπλωση, αλλά προσπάθεια αλλαγής πεδίου: Η Τουρκία θέλει το ζήτημα να συζητηθεί διμερώς, εκεί όπου μπορεί να εκβιάσει, να ανταλλάξει και να επιβάλει. Όχι σε πολυμερές τραπέζι, όπου το διεθνές δίκαιο θα αποτελεί τη βάση του διαλόγου.
Στρατηγική πρωτοβουλία
Η άμεση ελληνική αντίδραση ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ξεκαθάρισε ότι «κανένα κυριαρχικό δικαίωμα δεν τίθεται υπό διαπραγμάτευση», στέλνοντας σαφές μήνυμα, ότι η Αθήνα δεν θα παίξει στο τουρκικό γήπεδο. Παράλληλα, διπλωματικοί κύκλοι επισήμαναν πως η πρόταση για τη σύνοδο 5x5 δεν είναι «αντίδραση» στις τουρκικές κινήσεις, αλλά στρατηγική πρωτοβουλία που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μεσογειακής αρχιτεκτονικής ασφάλειας και σταθερότητας, με ευρωπαϊκή και δυτική σφραγίδα.
Ωστόσο, η πορεία προς αυτή τη σύνοδο δεν θα είναι εύκολη. Ήδη υπάρχουν τρία σοβαρά «αγκάθια»:
Πρώτον, η Τουρκία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βάλει βέτο στη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία δεν αναγνωρίζει, ή θα επιχειρήσει να επιβάλει «ισότιμη συμμετοχή» των Τουρκοκυπρίων. Κάτι τέτοιο, όμως, ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία μπορούν να δεχθούν.
Δεύτερον, δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί η στάση του Ισραήλ, το οποίο αντιμετωπίζει με επιφυλάξεις οποιοδήποτε σχήμα περιλαμβάνει την Τουρκία – ιδίως μετά τη ρητορική Ερντογάν κατά του Τελ Αβίβ στον πόλεμο της Γάζας, και ενδέχεται να μη συμμετάσχει εξαρχής.
Τρίτον, η Άγκυρα θα προσπαθήσει να εργαλειοποιήσει τις πρόσφατες εκλογές στα Κατεχόμενα για να διεκδικήσει ρόλο «εκπροσώπου» των Τουρκοκυπρίων.
Οι εκλογές αυτές, παρότι ανέδειξαν ηττημένο τον εκλεκτό του Ερντογάν, δεν αλλάζουν ουσιαστικά τίποτα. Ο νέος Τουρκοκύπριος ηγέτης, αν και εμφανίζεται πιο «μετριοπαθής», είναι εγκλωβισμένος στο ίδιο πλαίσιο απόλυτης εξάρτησης από την Άγκυρα. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει –όπως στην περίπτωση του Μουσταφά Ακιντζί– ότι όποιος επιχειρεί να διαφοροποιηθεί «μπαίνει στον πάγο». Η τουρκική πολιτική στα Κατεχόμενα είναι πολιτική πλήρους ελέγχου, όχι αυτονομίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα δεν προσέρχεται σε διάλογο για να λύσει προβλήματα, αλλά για να νομιμοποιήσει τις θέσεις της. Επιδιώκει να εμφανιστεί ως «εποικοδομητικός εταίρος», την ώρα που αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, κατέχει το 37% της Κύπρου και εξοπλίζει τη Λιβύη. Το τουρκικό αφήγημα περί «συνεννόησης» είναι εργαλείο πολιτικής διείσδυσης, όχι βήμα ειρήνης.
Και όλα αυτά εκτυλίσσονται στη σκιά της προσπάθειας της Τουρκίας να ενταχθεί στο πρόγραμμα SAFE και γενικότερα στη νέα ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική. Η Ελλάδα και η Κύπρος, με τη στήριξη της Γαλλίας, έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι θα ασκήσουν βέτο σε κάθε τέτοια απόπειρα. Δεν μπορεί μια χώρα που αρνείται να εφαρμόσει κυρώσεις της ΕΕ, φιλοξενεί ρωσικά συστήματα S-400 και καταπατά κυριαρχικά δικαιώματα κρατών-μελών να αποκτήσει πρόσβαση στα ευρωπαϊκά κονδύλια και στις τεχνολογίες άμυνας.
Διεθνείς πηγές (όπως το Reuters, το Turkish Minute) καταγράφουν ότι η Τουρκία βλέπει στο SAFE ένα μονοπάτι εισόδου στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική, αλλά ότι η Ελλάδα θέτει όρους, όπως την άρση του casus belli και άλλων παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδας.
Διπλωματική «ασπίδα»
Η πρόταση Μητσοτάκη για το 5x5 αποκτά έτσι πολλαπλό νόημα: Δεν είναι απλώς ένα φόρουμ διαλόγου, αλλά ασπίδα διπλωματικής νομιμότητας απέναντι σε μια Τουρκία που επιχειρεί να «εξευρωπαϊστεί» χωρίς να εκδημοκρατιστεί. Για την Αθήνα η διατήρηση του ζητήματος στο πολυμερές πεδίο είναι κρίσιμη: Κάθε μεταφορά του σε διμερές πλαίσιο ισοδυναμεί με παγίδα.
Η Τουρκία δεν αλλάζει· αλλάζει μόνο τα προσωπεία της. Η Ελλάδα, αντίθετα, οφείλει να παραμείνει σταθερή, θεσμική και ψύχραιμη, να διεθνοποιεί τα ζητήματα και να μην εγκλωβίζεται στα τουρκικά παιχνίδια τακτικής. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η ισχύς του δικαίου της θάλασσας είναι η πραγματική κόκκινη γραμμή, όχι οι τουρκικές κόκκινες γραμμές του Ερντογάν!