Ο φασισμός είναι μια λέξη που ξυπνά μνήμες πολέμου, αίματος και ολοκληρωτισμού. Στην κοινή συνείδηση συνδέθηκε με τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και τα μαύρα πουκάμισα. Όμως η ιστορική αλήθεια είναι πιο σύνθετη. Ο φασισμός δεν υπήρξε αποκλειστικά ακροδεξιό φαινόμενο. Το ίδιο αυταρχικό DNA, απλώς με διαφορετική ρητορική, εμφανίστηκε και στην Αριστερά.
Στον μεσοπόλεμο, η Ιταλία γνώρισε το καθεστώς του Μουσολίνι: ο ηγέτης πάνω από τους θεσμούς, η κοινωνία σιωπηλή για το «καλό του έθνους». Την ίδια ώρα, στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, το άτομο εξαφανιζόταν μπροστά στην «ανώτερη αλήθεια» της τάξης. Οι λέξεις άλλαζαν, οι μέθοδοι όχι: φίμωση, καταστολή, λατρεία του αρχηγού. Αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής: η εξάλειψη της ατομικής ελευθερίας για χάρη ενός υποτιθέμενου υπέρτερου σκοπού.
Οι αριστερόστροφες εκδοχές του φασισμού υπήρξαν εξίσου σκληρές. Καλλιέργησαν την ιδέα του «εχθρού του λαού», θεσμοθέτησαν διώξεις, έφτιαξαν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επικαλέστηκαν «λαϊκή κυριαρχία», αλλά έπνιξαν κάθε αντίλογο. Ο φασισμός, μαύρος ή κόκκινος, γεννιέται πάντα από την ίδια μήτρα: τη βεβαιότητα ότι ένας έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για όλους.
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Η λέξη «φασίστας» έχει καταντήσει ρητορικό όπλο. Δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα καθεστώς, αλλά για να εξοντώσει πολιτικά τον αντίπαλο. Χθες, στη Βουλή, η Ζωή Κωνσταντοπούλου αποκάλεσε «χειρότερους φασίστες» βουλευτές επειδή τόλμησαν να της θυμίσουν τον κανονισμό. Το πρόβλημα δεν είναι η ύβρις. Είναι η λογική που τη γεννά: «Εγώ μιλώ, οι κανόνες δεν ισχύουν για μένα, όποιος με περιορίζει είναι εχθρός».
Ο φασισμός δεν επιστρέφει με στολές και χαιρετισμούς. Επιστρέφει με τη βεβαιότητα ότι μόνο ένας έχει δίκιο. Και χθες, αυτή η βεβαιότητα είχε ονοματεπώνυμο: Ζωή Κωνσταντοπούλου.