Η πολιτική πορεία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, από δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, πίστεψε ότι μπορούσε να μετατρέψει την Τουρκία σε ηγεμονική δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου. Έναν ηγέτη που επένδυσε στη θρησκεία, στον εθνικισμό και στη ρητορική της «ιστορικής αποστολής», ενώ την ίδια στιγμή αποδόμησε τη δημοκρατία και κατέστησε τη χώρα του πολιτικά και οικονομικά εύθραυστη.
Σήμερα, ο Ερντογάν εμφανίζεται να ονειρεύεται ρόλο ρυθμιστή στη μεταπολεμική Γάζα, επιδιώκοντας να προβάλει την Τουρκία ως «προστάτιδα των Παλαιστινίων» και μεσολαβητή μεταξύ Ισραήλ και αραβικού κόσμου. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για μια φαντασίωση ισχύος που δεν στηρίζεται ούτε σε πολιτική επιρροή ούτε σε οικονομική σταθερότητα. Η Τουρκία του 2025 είναι απομονωμένη, διχασμένη και οικονομικά εξαντλημένη.
Ο αυταρχισμός πίσω από το «τουρκικό θαύμα»
Από την πρώτη δεκαετία της εξουσίας του, ο Ερντογάν κατάφερε να υποτάξει θεσμούς, ΜΜΕ και Δικαιοσύνη. Η Τουρκία που κάποτε φλέρταρε με την Ευρώπη μετατράπηκε σε μια χώρα όπου η διαφωνία θεωρείται προδοσία. Δεκάδες δημοσιογράφοι φυλακίστηκαν, πανεπιστημιακοί εκδιώχθηκαν, δικαστές μετατέθηκαν επειδή δεν ακολούθησαν τη γραμμή του καθεστώτος.
Η πολιτική του στηρίζεται στη διαρκή κατασκευή εχθρών: άλλοτε οι Κούρδοι, άλλοτε οι Γκιουλενιστές, άλλοτε οι «ξένοι πράκτορες». Η έννοια της αντιπολίτευσης έχει σχεδόν καταργηθεί, καθώς το καθεστώς επιδιώκει πλήρη έλεγχο της πολιτικής ζωής και της κοινωνικής συνείδησης.
Η δημοκρατία στην Τουρκία δεν «έπεσε» σε μια νύχτα. Διαβρώθηκε βήμα-βήμα, με κάθε επίκληση της «ασφάλειας» και κάθε «έκτακτο μέτρο» που μονιμοποιήθηκε. Ο Ερντογάν, όπως κάθε αυταρχικός ηγέτης, κατάλαβε ότι η εξουσία δεν χρειάζεται πια να πείθει, αρκεί να επιβάλλεται.
Η γεωπολιτική φαντασίωση
Η ρητορική της «ισχυρής Τουρκίας» αποτελεί τον πυρήνα της προπαγάνδας του καθεστώτος. Είτε πρόκειται για τη Συρία, είτε για τη Λιβύη, είτε για την Ανατολική Μεσόγειο, ο Ερντογάν επιχειρεί να εμφανιστεί ως συνεχιστής μιας ιστορικής αποστολής της Οθωμανικής κληρονομιάς. Το δόγμα «μία Τουρκία, πολλοί εχθροί» τρέφει την εσωτερική συνοχή, αλλά απομονώνει τη χώρα διεθνώς.
Η πρόσφατη επιθυμία του να παίξει ρόλο στην ανοικοδόμηση της Γάζας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο χωρίς ουσιαστικά ερείσματα. Οι σχέσεις με το Ισραήλ βρίσκονται στο ναδίρ, οι αραβικές χώρες αντιμετωπίζουν την Άγκυρα με καχυποψία, και η οικονομία δεν επιτρέπει φιλόδοξες εξωτερικές αποστολές.
Η Τουρκία δεν διαθέτει πλέον την αξιοπιστία που θα της επέτρεπε να αναδειχθεί σε μεσολαβητή. Κάθε της κίνηση διαβάζεται ως εργαλείο εσωτερικής κατανάλωσης: ένα θέαμα για το κοινό που θέλει να πιστεύει ότι η πατρίδα του στέκεται «στο ύψος της ιστορίας».
Η κατάρρευση του «τουρκικού θαύματος»
Το άλλοτε «τουρκικό οικονομικό θαύμα» έχει μετατραπεί σε οικονομικό εφιάλτη. Ο πληθωρισμός παραμένει διψήφιος, η τουρκική λίρα καταρρέει και η κοινωνική δυσαρέσκεια μεγαλώνει. Ο Ερντογάν επιχειρεί να αντισταθμίσει την οικονομική αποτυχία με εθνικιστική ρητορική, παρουσιάζοντας κάθε κριτική ως «ξένη συνωμοσία».
Πίσω όμως από τα συνθήματα, οι πολίτες βλέπουν την πραγματικότητα: ανεργία, ακρίβεια, απογοήτευση. Η Τουρκία έχει χάσει το παραγωγικό της δυναμικό, οι επενδύσεις φεύγουν, και το κράτος εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα κεφάλαια του Κατάρ και της Ρωσίας.
Ο Ερντογάν φυλακισμένος στο ίδιο του το αφήγημα
Ο Ερντογάν ήθελε να γράψει ιστορία ως ο ηγέτης που «ανέστησε την αυτοκρατορία». Κατέληξε όμως να κυβερνά μια χώρα διχασμένη, εξαντλημένη και κουρασμένη από τις ίδιες του τις υποσχέσεις. Η φαντασίωση της ισχύος συγκρούεται με την πραγματικότητα της απομόνωσης.
Η «νέα Τουρκία» που οραματίστηκε θυμίζει περισσότερο μια παλιά αυτοκρατορία σε παρακμή: φιλόδοξη στα λόγια, αλλά εξαντλημένη στην πράξη.
Κι όσο εκείνος συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό του ως «προστάτη των μουσουλμάνων» και «πατέρα του έθνους», η ιστορία δείχνει το αντίθετο: έναν ηγέτη που χρησιμοποίησε την πίστη, τη δύναμη και τον φόβο για να παραμείνει στην εξουσία, όχι για να οδηγήσει τη χώρα του μπροστά.