Η σχέση του Ταγίπ Ερντογάν με την Ουάσινγκτον θυμίζει παρτίδα σκάκι που παίζεται χωρίς σταθερούς κανόνες. Ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος για χρόνια επιδόθηκε σε ένα παιχνίδι ισορροπίας ανάμεσα στη Μόσχα και τη Δύση, φαίνεται σήμερα να επιστρέφει στον αμερικανικό άξονα, όχι από ιδεολογική ταύτιση αλλά από ανάγκη. Και όπως πάντα, φροντίζει να το παρουσιάζει σαν νίκη του.
Σύμφωνα με πηγές από την Ουάσινγκτον, στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ δεν περιορίστηκε σε δηλώσεις αβροφροσύνης. Αντιθέτως, έθεσε ένα πλαίσιο συναλλαγής: όσα ζητά η Άγκυρα (πρόσβαση σε τεχνολογία, άρση κυρώσεων, οικονομικά ανταλλάγματα) περνούν πλέον από το τι είναι διατεθειμένος να δώσει ο Αμερικανός πρόεδρος για να εξυπηρετήσει και τα δικά του συμφέροντα.
Το άρθρο της Hellas Journal, του Μιχάλη Ιγνατίου, έθεσε τον τόνο: «ό,τι κι αν λέει ο ισλαμιστής Ερντογάν, η πραγματικότητα τον διαψεύδει». Και πράγματι, πίσω από τη ρητορική του «ισχυρού ηγέτη», η Άγκυρα επιδίδεται σε μια σειρά διαπραγματεύσεων που αποκαλύπτουν την πίεση που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό και εξωτερικό της. Η υπόθεση της κρατικής τράπεζας Halkbank, που εκκρεμεί στα αμερικανικά δικαστήρια για παραβίαση κυρώσεων κατά του Ιράν, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Ερντογάν επιδιώκει έναν «συμβιβασμό» με την αμερικανική Δικαιοσύνη, προτείνοντας – σύμφωνα με αμερικανικά δημοσιεύματα – ένα ποσό γύρω στα 100 εκατομμύρια δολάρια. Στόχος, να κλείσει η πληγή πριν λάβει πολιτικές διαστάσεις.
Την ίδια στιγμή, ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος στις σχέσεις με τη Δύση, χωρίς να υποχωρεί στις επιδιώξεις του. Μιλά για ειρήνη στη Γάζα, αλλά στηρίζει τη Χαμάς, προσεγγίζει την Ουάσινγκτον, αλλά συνεχίζει τις επαφές με τον Πούτιν, επιζητεί επενδύσεις από τη Δύση, αλλά φυλακίζει αντιφρονούντες. Είναι η γνωστή τακτική του Ερντογάν: να παίζει σε δύο ταμπλό, κερδίζοντας ό,τι μπορεί από τον καθένα.
Στο προσκήνιο των συζητήσεων βρίσκεται και η αμερικανική στάση απέναντι στο πρόγραμμα των S-400. Αν και οι κυρώσεις παραμένουν, το ενδεχόμενο μιας μερικής επαναφοράς της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 φαίνεται να εξετάζεται υπό όρους, κυρίως ως μοχλός επιρροής. Για την Ουάσινγκτον, η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμη γέφυρα στη Μέση Ανατολή, ειδικά τώρα που η Γάζα και η Ουκρανία δοκιμάζουν τα όρια της αμερικανικής στρατηγικής.
Όμως η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: η Άγκυρα δεν έχει την ισχύ που είχε. Η τουρκική οικονομία βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση, ο πληθωρισμός καλπάζει πάνω από 60% και η τουρκική λίρα έχει χάσει πάνω από το 80% της αξίας της μέσα σε μια δεκαετία. Αυτή η κατάσταση εξηγεί γιατί ο Ερντογάν, πίσω από την αλαζονεία, αναζητά επενδύσεις και διεθνή ανακούφιση. Και γιατί χρειάζεται, περισσότερο από ποτέ, την αμερικανική εύνοια.
Το ερώτημα είναι τι σημαίνει όλο αυτό για την Ελλάδα. Η προσωρινή «σύμπνοια» Ερντογάν-Τραμπ δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο συνεχίζονται, έστω πιο προσεκτικά. Για την Αθήνα, η απάντηση πρέπει να είναι διπλή: αφενός, ενεργή διπλωματία που θα προλάβει την επιστροφή των παζαριών σε βάρος της στα αμερικανικά επιτελεία, και αφετέρου, σταθερή στρατηγική ενίσχυσης των συμμαχιών με Παρίσι, Ιερουσαλήμ και Κάιρο.
Η εποχή των συναισθημάτων έχει περάσει. Η διεθνής σκηνή λειτουργεί με όρους ψυχρού υπολογισμού, και η Τουρκία το γνωρίζει καλά. Το ζητούμενο είναι να το γνωρίζουμε κι εμείς. Ο πραγματισμός πάνω από τα ιδεώδη είναι, σήμερα, το νέο όνομα του παιχνιδιού – και αν κάτι μας διδάσκει η συνάντηση Ερντογάν-Τραμπ, είναι ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να μείνει θεατής, αλλά να απαντήσει με νηφαλιότητα, αποφασιστικότητα και εθνική αυτοπεποίθηση.