Ο Νίκος Ανδρουλάκης αποχαιρετά το κέντρο. Ενδεχομένως το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια, που συμπεριλαμβάνει και το θέμα των μη κρατικών πανεπιστημίων, να είναι αυτό το οποίο θα επικυρώσει τη στροφή του ΠΑΣΟΚ προς την πλευρά της Αριστεράς σε μια προσπάθεια να μαζέψει τις ψήφους που φεύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη.

Η απόφασή του να καταψηφιστεί από το κόμμα του το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια δείχνει τη λογική που επικρατεί στην ηγετική ομάδα της Χαριλάου Τρικούπη. Ποια; Μα αυτήν του όχι σε όλα, όπως καταγράφεται από την επομένη των εθνικών εκλογών, και μάλιστα από την επομένη των πρώτων εκλογών του Μαΐου, όταν διαπιστώθηκε η ραγδαία πτώση του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.

Το ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Νίκο Ανδρουλάκη εμφανίστηκε να υιοθετεί την ακραία και άκρως τοξική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτήν που οι πολίτες στην πλειοψηφία τους καταδίκαζαν και εξακολουθούν να καταδικάζουν. Γιατί; Απλά διότι ο Νίκος Ανδρουλάκης αδυνατεί να παρουσιάσει προτάσεις και πολιτικές παρεμβάσεις που να συνδέονται με αυτό που το επονομαζόμενο κέντρο αναμένει και συνήθως επιβραβεύει, πολύ περισσότερο όταν καθίσταται εφικτό να μετουσιωθούν σε πράξεις, δηλαδή με την ανάταξη και την ανάπτυξη της χώρας. Τη βελτίωση της καθημερινότητας και τη χάραξη μιας μελλοντικής πορείας.

Από την έναρξη της νέας θητείας της σημερινής κυβέρνησης ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει εμφανιστεί αντίθετος σχεδόν με όλα. Έφτασε στο σημείο να καταψηφίσει και την επιστολική ψήφο για τις ευρωεκλογές. Με πρόσχημα την τροπολογία της κυβέρνησης και του υπουργείου Εσωτερικών που την επέκτεινε και για τις εθνικές εκλογές. Και αυτό ενώ θα μπορούσε να υπερψηφίσει έστω τις διατάξεις που αφορούσαν τις ευρωεκλογές.

Παράλληλα, έχει πάρει στα χέρια του και τη σημαία της… κάθαρσης. Προτάσσοντας τα περί κράτους Δικαίου εμφανίζεται να πιάνει στο ίδιο παιχνίδι και την ίδια πλευρά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Να επικροτεί ακόμη και το ενδεχόμενο να κοπούν ευρωπαϊκοί πόροι που προορίζονται για τη χώρα και την ανάπτυξή της. Την ίδια στιγμή, δεν έχει αφήσει πορεία για πορεία το ΠΑΣΟΚ και διαμαρτυρία για διαμαρτυρία ο ίδιος.

Στο θέμα του πολιτικού γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια κινήθηκε πιο… σοφά. Δεν επέβαλε κομματική πειθαρχία, κατηγόρησε όμως την κυβέρνηση διότι δεν το έκανε αυτή, προκαλώντας όπως είναι φυσικό εκτός από ερωτήματα και πολλά ειρωνικά σχόλια.

Με το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια μάλλον δεν θα το επιχειρήσει πάλι. Θα μπει κομματική πειθαρχία, αφού ήδη υπάρχουν φωνές όπως της Νάντιας Γιαννακοπούλου και άλλων που δηλώνουν πως θα το υπερψηφίσουν. Εκτός, φυσικά, και αν το θέμα της κομματικής πειθαρχίας δημιουργήσει νέα δεδομένα ως προς τη σχέση του με το κόμμα.

Το αξιοπερίεργο είναι πως για το θέμα των μη κρατικών πανεπιστημίων σε όλες τις μετρήσεις οι 6 στους 10 ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται να τάσσονται υπέρ. Όπως τάσσονται υπέρ και για όλες τις εμβληματικές μεταρρυθμίσεις που προωθούν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του.

Η στόχευση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και αν οι περισσότεροι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, με πρακτικές δεκαετίας του 1980, δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη πολιτική και δεν δημιουργεί μια βάση που θα επιτρέψει στη Χαριλάου Τρικούπη να εμφανιστεί ως η επόμενη αξιωματική αντιπολίτευση και ως το κόμμα που θα διεκδικήσει την επιστροφή στην εξουσία. Οι ψηφοφόροι στους οποίους απευθύνεται έχουν εμποτιστεί με τη λογική του λαϊκισμού και της ακραίας ρητορικής.

Δεν είναι τυχαίο πως έμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και στις εκλογές του 2023. Δεν είναι τυχαίο πως αν φύγουν από το κόμμα αυτό θα φύγουν λόγω της αδυναμίας του Στέφανου Κασσελάκη να πείσει ότι διαθέτει πρόταση εξουσίας. Ουσιαστικά, ο Νίκος Ανδρουλάκης απευθύνεται σε έναν στρατό –ευτυχώς μικρό– που κινείται με γνώμονα τον λαϊκισμό.

Απομακρύνεται όμως έτσι από το κέντρο. Από τους ψηφοφόρους που γυρνούν την πλάτη σε αυτό ακριβώς. Στον λαϊκισμό και την τοξικότητα που τον συνοδεύει. Και τη γυρνά διότι αδυνατεί να τους αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο με μια σοβαρή πολιτική πρόταση και έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη. Ενδεχομένως γνωρίζει πως δεν μπορεί να τους πείσει να επιστρέψουν. Να αντιμετωπίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το μεταρρυθμιστικό έργο που προωθεί. Δεν κάνει όμως και τίποτα για να δείξει ότι διαθέτει έστω τη σχετική πρόθεση και διάθεση.