Επιθέσεις σε γραφεία κυβερνητικών βουλευτών, ύβρεις, κατάρες, απειλές μέσω διαδικτύου και χυδαίες στοχοποιήσεις που φτάνουν μέχρι τον πρωθυπουργό, και με προμετωπίδα την εργαλειοποίηση της υπόθεσης των Τεμπών, παραπέμπουν στην περίοδο των «αγανακτισμένων».

Η ακραία καπηλεία της τραγωδίας, μετά τα μεγάλα συλλαλητήρια του Ιανουαρίου σε συνδυασμό με τα… καλέσματα συμμετοχής σε αυτά της 28ης Φεβρουαρίου, από κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, «συλλόγους» μεταναστών, αλλοιώνουν το μήνυμα και το συναίσθημα όσων ζητούν απόδοση ευθυνών.

Επί της ουσίας, το αίτημα δικαιοσύνης, που δικαίως έχουν οι οικογένειες των θυμάτων, μετατρέπεται σε αμφισβήτηση του θεσμού, ενώ αν λάβουμε υπόψη τα όσα λένε τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πρόκειται για αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας. Και όλο αυτό χωρίς ένδειξη αναφορικά με το ενδεχόμενο να μην κάνουν τη δουλειά τους οι δικαστικοί λειτουργοί.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ζητεί κατάθεση πρότασης δυσπιστίας την ημέρα των συλλαλητηρίων, ενώ ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζει τον πρωθυπουργό ενορχηστρωτή της συγκάλυψης και δηλώνει ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Όσο για τα υπόλοιπα κόμματα, τα λόγια είναι περιττά.

Και θα ρωτήσει κάποιος, είναι κακό να συγκεντρωθούν πολίτες που θέλουν να διαμαρτυρηθούν κατά της κυβέρνησης; Όχι, δεν είναι. Το αντίθετο. Απλά τα συγκεκριμένα συλλαλητήρια υποτίθεται πως δεν πραγματοποιούνται ως αιχμή της αντιπολιτευτικής τακτικής. Ούτε για να αμφισβητηθούν οι θεσμοί και η δημοκρατία και να διεγερθεί η δήθεν ανισυστημικότητα.

Η δημιουργία κλίματος τοξικότητας, η επιχείρηση διχασμού, ο λαϊκισμός, οι επιθέσεις και οι απειλές, αποδυναμώνουν το πνεύμα των συλλαλητηρίων της Παρασκευής. Καλό θα είναι όσοι επιχειρούν να τα καπελώσουν να μην κάνουν ότι δεν το καταλαβαίνουν και να σταματήσουν την αναπαραγωγή θεωριών συνωμοσίας, με βάση τα οποία επιχειρούν ν’ ανάψουν σπίθα αντίδρασης ανάλογης του 2011, ή όπως έκαναν και με την υπόθεση του θανάτου του 39χρονου στη Λάρισα…

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»