Ενας από τους βασικούς στόχους του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει έναν από τους υψηλότερους χρόνους διεκπεραίωσης αστικών, εμπορικών και διοικητικών υποθέσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο μέσος χρόνος επίλυσης δικαστικής (αστικής) διαφοράς στην Ελλάδα ανέρχεται σε 1.711 ημέρες ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 455 ημέρες. Για τη διοικητική Δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ,απαιτούνται 551 ημέρες για την έκδοση πρωτόδικης απόφαση και 1.107 ημέρες για την εξάντληση όλων των βαθμών(δηλ. και του ΣτΕ), επίδοση η οποία είναι η 2η χειρότερη στην ΕΕ (υπολείπεται μόνο η Κύπρος).
Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν το υπουργείο Δικαιοσύνης στην αναζήτηση βέλτιστων λύσεων. Σύμφωνα με πληροφορίες, σε νομοσχέδιο που αναμένεται το επόμενο διάστημα να έρθει στη Βουλή θα υπάρχει ένα πλέγμα διατάξεων που θα αποσκοπεί στη μείωση του χρόνου έκδοσης των αποφάσεων. Ενα απ’ αυτά, και όπως λένε στο«Μανιφέστο»πηγές του υπουργείου Δικαιοσύνης ίσως και το λιγότερο «επιδραστικό», είναι να νομοθετηθεί ένα παράβολο που θα καλούνται να πληρώνουν οι διάδικοι και οι δικηγόροι τους όταν ζητούν την αναβολή μιας υπόθεσης για κώλυμα δικηγόρου.
«Είναι δευτερευούσης σημασίας μεν», τονίζουν από το υπουργείο Δικαιοσύνης και ξεκαθαρίζουν ότι ουσιαστικά θα πρόκειται για τα έξοδα του δικαστηρίου. «Δεν μπορεί να είναι αζημίως και επειδή προκαλείται μια δαπάνη πρέπει αυτός που ζητεί την αναβολή να συμμετέχει στο κόστος», προσθέτουν οι ίδιες πηγές. Βέβαια, το βασικό ζήτημα είναι το κόστος. Δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού Τύπου υποστηρίζουν ότι το κόστος μπορεί να φτάσει και τα 1.200 ευρώ, κάτι που το υπουργείο Δικαιοσύνης διαψεύδει κατηγορητικά. Θα είναι, επισημαίνουν, σημαντικά χαμηλότερο, καθώς στόχος δεν είναι να υπάρξει κάποια μορφή εκδίκησης.
Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη που «κυκλοφόρησε» χθες ευρέως έχει ως εξής: «Για την παραδεκτή υποβολή αιτήματος αναβολής ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτηρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής:
•300 ευρώ για αιτήματα ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.
• 600 ευρώ για αιτήματα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
• 1.200 ευρώ για αιτήματα ενώπιον των Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και των Εφετείων.Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτημα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο. Το αίτημα υποβάλλεται μόνο μία φορά. Κατ’ εξαίρεση, δύναται να υποβληθεί και δεύτερο αίτημα, αν το κώλυμα προέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης αναβολής».
Η ρύθμιση που «κόλλησε» λόγω αντιδράσεων...
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το υπουργείο Δικαιοσύνης επιχειρεί να βάλει χρονικά όρια στις αναβολές. Συγκεκριμένα, επί υπουργίας Κώστα Τσιάρα είχε κατατεθεί ρύθμιση σύμφωνα με την οποία το αίτημα μπορούσενα προβληθεί για μία μόνο φορά από κάθε διάδικο και έπρεπε να αποδεικνυότανμε την προσκόμιση κάθε νομιμοποιητικού, διαδικαστικού ή άλλου εγγράφου (π.χ., εξουσιοδότηση προς τον συνήγορο απόντος διαδίκου, εισαγωγικά της δίκης έγγραφα, εκθέματα, κλήσεις για δικονομικές ενέργειες) από το οποίο να αποδεικνύεται πλήρως ο λόγος αναβολής.Μάλιστα, η αναβολή δεν μπορούσε να ξεπερνά τους οκτώ μήνες.
Ωστόσο, η ρύθμιση δεν προχώρησε διότι οι ενώσεις των δικηγόρων ζήτησαν την απόσυρσή της.Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή τον Ιούνιο του 2022, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και οι εκπρόσωποι των δικηγορικών συλλόγων είχαν καταγγείλει ότι θα καταστεί ανεφάρμοστη και ότι «στοχοποιεί» δικαστές, δικηγόρους και γιατρούς χωρίς να θεραπεύει τις πραγματικές αιτίες των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης.
«Πιστεύουμε ότι η διάταξη εκπληρώνει μόνο σκοπούς εντυπωσιασμού δίχως να επιλύει τα προβλήματα» τόνιζε στην επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης η πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ), Μαργαρίτα Στενιώτη. «Αποτελεί κατ’ εμάς μια αναποτελεσματική διάταξη που έρχεται να προστεθεί στις δεκάδες διατάξεις που δήθεν επιλύουν το ζήτημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης και δη της ποινικής δικαιοσύνης» συμπλήρωνε και υπογράμμιζε ότι «δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις επικρατούσες συνθήκες και κυρίως τα μεγάλα δικαστήρια της χώρας στο Εφετείο της Αθήνας, στο Εφετείο της Θεσσαλονίκης, στο Πρωτοδικείο της Αθήνας».