Μια σημαντική πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης βρίσκεται στη Βουλή, καθώς σήμερα ξεκινά η συζήτηση στις αρμόδιες επιτροπές του νομοσχεδίου με το οποίο θεσμοθετείται η Δικαστική Αστυνομία. Πρόκειται ουσιαστικά για την υλοποίηση εντός αιτήματος δεκαετιών από την πλευρά δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων, καθώς αναμένεται να καλύψει κενά από τα οποία χωλαίνει το ελληνικό σύστημα, ειδικά στο στάδιο της έρευνας και της προανάκρισης, όσο και στον καθημερινό φόρτο εργασίας των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. 

Πιο συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο προβλέπει τη διενέργεια ενός διαγωνισμού μέσω ΑΣΕΠ για την πρόσληψη αρχικά 600 ατόμων, τα οποία θα κατανεμηθούν στις δικαστικές υπηρεσίες της χώρας και θα αποτελούν το ένστολο και ένοπλο προσωπικό, που θα εκτελεί αστυνομικά καθήκοντα. Επίσης, προβλέπεται η πρόσληψη έως και 150 ατόμων διαφόρων ειδικοτήτων για το πολιτικό προσωπικό, που θα εκτελούν καθήκοντα πραγματογνωμόνων. Ειδικότερα: 

• Το ένστολο τμήμα της Δικαστικής Αστυνομίας θα στελεχωθεί από μόνιμα τοποθετημένα στα κατά τόπους δικαστήρια ένστολα και ένοπλα στελέχη, στα βασικά καθήκοντα των οποίων θα είναι η φύλαξη των δικαστικών μεγάρων και των δικαστικών αιθουσών, καθώς και η εκτέλεση ποινικών αποφάσεων και επιδόσεων δικογράφων. 

• Το πολιτικό - επιστημονικό προσωπικό θα παρέχει τις εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις του σε κρίσιμους τομείς και σε ζητήματα επί εκκρεμών δικών, επικουρώντας ουσιαστικά τους δικαστές και τους εισαγγελείς στο έργο τους. 

 Τρεις μεγάλοι στόχοι 

Επί της ουσίας το υπουργείο Δικαιοσύνης με την προτεινόμενη ρύθμιση στοχεύει στην επιτάχυνση της διαδικασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η άμεση και αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης εν τω συνόλω. Σκοπός των εισαγόμενων ρυθμίσεων, σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι: 

1. Η συγκεκριμενοποίηση της διαδικασίας στελέχωσης της Δικαστικής Αστυνομίας. 

2. Η εξειδίκευση των προσόντων διορισμού του προσωπικού του αστυνομικού και του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας. 

3. Η σύσταση περιφερειακών υπηρεσιών Δικαστικής Αστυνομίας σε επίπεδο τμήματος πολιτικού και αστυνομικού τομέα, στα δικαστικά μέγαρα της επικράτειας. 

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι με το ίδιο σχέδιο νόμου συστήνονται απευθείας εκ του νόμου και για την πρώτη εφαρμογή του επιπλέον 36 τμήματα (τα 16 είχαν ήδη συσταθεί με το Προεδρικό Διάταγμα), στα οποία κατανέμονται κατά ορθολογικό τρόπο και λαμβανομένων υπόψη των αναγκών τους οι οργανικές θέσεις του προσωπικού. 

Αυστηρότερες ποινές 

Στο μεταξύ, το αμέσως επόμενο διάστημα στη Βουλή θα εισαχθεί νομοσχέδιο στο οποίο θα περιλαμβάνονται οι νέες αλλαγές στις ποινές για το έγκλημα του εμπρησμού. Συγκεκριμένα, αλλάζει πλέον η φιλοσοφία για την ποινή και από την αυστηροποίηση των ποινών πάμε στην αυστηροποίηση των προϋποθέσεων αναστολής τους, αφού πλέον οι ποινές που υπερβαίνουν το ένα έτος είτε κατά ένα μέρος είτε στο σύνολο τους κατά την κρίση του δικαστηρίου θα εκτίονται. 

Παράλληλα, θα εμπεριέχονται τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν αποτελεσματικότερα τόσο ο εγκληματοπροληπτικός όσο και ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της ποινής, να ληφθούν νομοθετικά μέτρα για την προστασία της ποινικής Δικαιοσύνης από εκείνους που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους απασχολούν ασκόπως τους λειτουργούς της (δικομανείς) και παρακωλύουν την ταχύτητα απονομής της και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες επεξεργασίας και εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων. 

«Μία από τις λύσεις στις πολιτικές δίκες είναι να θεσπιστούν έξοδα για κάθε διαφορά σε κάθε βαθμό, ώστε καθένας που επιλέγει να μην επιλύει τη διαφορά του και επιβαρύνει το θεσμό είτε με άσκηση αβάσιμης αγωγής είτε με μη αποδοχή βάσιμης αξίωσης του ενάγοντος να πληρώνει το κόστος της επιλογής του», είχε πει παλαιότερα σε συνέντευξή του ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης. 

Τέλος, θα υπάρχουν ρυθμίσεις για την προτεραιοποίηση της προστασίας της οικογένειας με την ενίσχυση των μέσων κοινωνικής αποκατάστασης των θυμάτων, την αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση των δραστών και την ενθάρρυνση των επαγγελματιών για την καταγγελία των περιστατικών που υποπίπτουν στην αντίληψή τους.