Τι κοινό έχουν ένα επώνυμο που θυμίζει τίτλο ευγενείας, ένας πολιτικός του 19ου αιώνα και η γοητεία του Αλέξη Τσίπρα; Για τον Νίκο Αλιβιζάτο, η απάντηση είναι προφανής: αποτελούν αφορμές για παρεμβάσεις που καλύπτουν σχεδόν κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής, από τη συνταγματική τάξη μέχρι την πολιτική και την εκπαίδευση. Μόνο που, όσο ενδιαφέρουσες κι αν είναι οι τοποθετήσεις του, εγείρουν ερωτήματα για την πολιτική τους σκοπιμότητα, υπό τον μανδύα ενός αναγνωρισμένου καθηγητή. 

Ο καθηγητής που έβλεπε τον Αλέξη Τσίπρα να πιάνει… πουλιά στον αέρα (αλλά μπερδεύτηκε στην ψηφοφορία για τον Προϋπολογισμό του 2025), άσκησε πρόσφατα δριμεία κριτική στην τέως βασιλική οικογένεια για την επιλογή του επωνύμου «Ντε Γκρες»: «Το “ντε Γκρες”, δηλαδή “της Ελλάδος”, δεν είναι βέβαια κανονικό επώνυμο. Είναι δηλωτικό τόπου καταγωγής», υπογράμμισε, εξηγώντας πώς μια τέτοια επιλογή μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στις συναλλαγές. «Χιλιάδες συμπατριώτες μας με το όνομα “Παύλος” ή “Νικόλαος” θα μπορούσαν, επικαλούμενοι την αρχή της ισότητας, να διεκδικήσουν αντί άλλου επωνύμου το “της Ελλάδος” (ή “της Καρδίτσας”)». 

Ο συνταγματολόγος δεν περιορίστηκε στην κριτική αλλά πρότεινε μια εναλλακτική λύση που συνδυάζει ιστορία και… ευρηματικότητα: να χρησιμοποιήσουν το επώνυμο «Δαγρές», εμπνευσμένο από έναν πολιτικό του 19ου αιώνα. «Θα τους προέτρεπα να χρησιμοποιήσουν ως επώνυμο το πολύ συγγενές “Δεγρές” ή, ακόμη, σωστότερα “Δαγρές”, δανειζόμενοι το επώνυμο ενός γνωστού πολιτικού της εποχής (του Κων. Δαγρέ που εκλέχθηκε βουλευτής Καλαμών το 1851», πρότεινε. 

Τον... μάγεψε ο Τσίπρας 

Ομως, οι τοποθετήσεις του δεν περιορίζονται στα συνταγματικά ζητήματα. Σε συνέντευξή του στη «Lifo», αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Αλέξη Τσίπρα, χαρακτηρίζοντάς τον «γοητευτικό». «Εχει ταχύτατη αντίληψη και πραγματικά αισθάνεσαι ότι δεν χρειάζεται να συζητάς από τα πιο στοιχειώδη στην αρχή μαζί του για να φτάσεις εκεί που θέλεις. Πιάνει πουλιά στον αέρα», δήλωσε. 

Ομως για τον Ν. Αλιβιζάτο και τον Αλέξη Τσίπρα ο μήνας του μέλιτος τελείωσε νωρίς. Αφορμή τότε αποτέλεσε το ζήτημα του μπλόκου στο κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη και το γεγονός ότι τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε στηρίξει τη σχετική τροπολογία που είχε κατατεθείς στη Βουλή. «Είναι κρίμα. Αν βγαίναμε και οι τρεις μαζί –ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ– θα ήμασταν ισχυρότεροι και πολιτικά και ηθικά», έλεγε τότε ο καθηγητής, ο οποίος προφανώς έπαιρνε πίσω τις παλαιότερες απόψεις του για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ο κ. Αλιβιζάτος, όμως, έχει στραφεί κατά το παρελθόν και κατά της παρούσας κυβέρνησης, με ορισμένους να θεωρούν ότι λειτούργησε υπέρ συγκεκριμένων πολιτικών συμφερόντων. Για παράδειγμα, έχει αφήσει σαφείς αιχμές για πολιτικά πρόσωπα, από τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη μέχρι τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι δηλώσεις του, είτε αφορούν την αστυνομική βία είτε την πολιτική διαχείριση των δήθεν παρακολουθήσεων, καταφέρνουν να προκαλέσουν αίσθηση, αλλά και να εγείρουν ερωτήματα για τα όρια της κριτικής του. 

Επικριτικό πόρισμα 

Τον Μάρτιο του 2021, μετά τα επεισόδια στη Νέα Σμύρνη και με αφορμή την υπόθεση της αστυνομικής βίας, ο Αλιβιζάτος δεν δίστασε να στραφεί κατά του τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Ως επικεφαλής της Επιτροπής για τη διερεύνηση περιστατικών αστυνομικής βίας, που είχε συσταθεί το 2019, ο ίδιος υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός για την αδυναμία της πολιτείας να αντιμετωπίσει την «ατιμωρησία» των αστυνομικών. 

Στο γνωστό «Πόρισμα Αλιβιζάτου», που δημοσιεύθηκε στα «Νέα», σημείωνε χαρακτηριστικά: «Η αστυνομική βία ίσως να μη συνιστά καθ’ εαυτήν ελληνική ιδιαιτερότητα. Αντίθετα, συνιστά η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών οργάνων». Παράλληλα, δήλωσε πως η Επιτροπή που είχε συσταθεί τον Δεκέμβριο του 2019 «παύθηκε από έτους και πλέον να υπάρχει», κατηγορώντας τις αρμόδιες κρατικές αρχές για έλλειψη ενδιαφέροντος. Αναφέρθηκε μάλιστα και στο περιστατικό στο Κουκάκι (υπόθεση Ινδαρέ), τονίζοντας ότι αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά την αρχή του τέλους για το έργο της Επιτροπής. 

Εν κατακλείδι, ο Νίκος Αλιβιζάτος, με τις παρεμβάσεις του, καταφέρνει να τοποθετείται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, συχνά προκαλώντας συζητήσεις για τη θεσμική λειτουργία και την πολιτική ηθική στη χώρα μας. Παρότι οι παρεμβάσεις του εμπλουτίζουν τον δημόσιο διάλογο με καίρια σημεία και πολύτιμες επισημάνσεις, δεν λείπουν, ωστόσο, οι στιγμές όπου η κριτική του μοιάζει να αγγίζει τα όρια της προσωπικής πολιτικής τοποθέτησης.