Με απειλές ακόμη και για Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απάντησε η Μόσχα στο «πράσινο φως» της Ουάσιγκτον προς το Κίεβο για τη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, που θα βοηθήσουν την ουκρανική πλευρά να πλήξει στόχους εντός της Ρωσίας και ν’ αποκτήσει, ενδεχομένως, πλεονέκτημα στον πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Το «ναι» των ΗΠΑ έρχεται μάλιστα από τη διοίκηση Μπάιντεν λίγο προτού ο απερχόμενος πρόεδρος δώσει τη σκυτάλη στον Ντόναλντ Τραμπ κι ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα η Ουάσιγκτον ήταν αρνητική σ’ αυτό το ενδεχόμενο, φοβούμενη μια πιθανή, επικίνδυνη κλιμάκωση του πολέμου.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Πρόκειται για τους πυραύλους ATACMS, τους οποίους η Ουκρανία χρησιμοποιεί εναντίον ρωσικών στόχων για περισσότερο από έναν χρόνο, αλλά μόνον εντός του ουκρανικού εδάφους. Συγκεκριμένα, τους έχει χρησιμοποιήσει για να πλήξει αεροπορικές βάσεις στην κατεχόμενη χερσόνησο της Κριμαίας και στρατιωτικές θέσεις στη Ζαπορίζια. Το αίτημα του Κιέβου για τη χρήση των πυραύλων αυτών και σε ρωσικά εδάφη ήταν επίμονο το τελευταίο διάστημα, ωστόσο ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι αρνήθηκε να σχολιάσει δημοσίως την εξέλιξη αυτή.
Οι πληροφορίες πάντως αναφέρουν ότι η αλλαγή αυτή στην αμερικανική πολιτική –την οποία αρκετοί αναλυτές χαρακτηρίζουν μάλιστα ως τεράστια– οφείλεται στην παρουσία βορειοκορεατικών στρατευμάτων για την υποστήριξη της Ρωσίας και συγκεκριμένα στην περιοχή του Κουρσκ, όπου η Ουκρανία επιχείρησε αντεπίθεση τον Αύγουστο και κατάφερε να καταλάβει εδάφη της.
Ωστόσο, το Κρεμλίνο «διαβάζει» την κίνηση αυτή ως άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον πόλεμο και γι’ αυτό απειλεί με κορόνες περί Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με άλλα λόγια, η κλιμάκωση θεωρείται μεν δεδομένη, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι έως πού μπορεί πράγματι να φτάσει αυτή. Σύμφωνα πάντως με εκτιμήσεις, η απόφαση για τη χρήση των πυραύλων ATACMS και σε ρωσικά εδάφη ίσως να μην αρκεί για το Κίεβο προκειμένου ν’ αντιστρέψει την πορεία του πολέμου και ν’ αποκτήσει το πλεονέκτημα που επιζητεί και πρακτικά θα φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό των συγκρούσεων τη Μόσχα.
Ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί
Από την άλλη πλευρά, αρκετές από τις κόκκινες γραμμές που είχε θέσει και στο παρελθόν η ρωσική πλευρά ως προς τη στρατιωτική βοήθεια της Δύσης προς την Ουκρανία έχουν ήδη ξεπεραστεί, αλλά ουδέποτε ως τώρα απάντησε εκείνη με τρόπο που σηματοδοτεί τη γενίκευση των συγκρούσεων και του πολέμου. Θα το έκανε λοιπόν τώρα; Και μπορεί πράγματι να προκαλέσει έναν παγκόσμιο πόλεμο, όπως ήδη απειλούν διάφοροι Ρώσοι αξιωματούχοι από τη στιγμή που έγινε γνωστή η απόφαση της διοίκησης Μπάιντεν για τους πυραύλους ATACMS;
Σίγουρα στις άμεσες εξελίξεις θα παίξει ρόλο και η στάση του Τραμπ, ο οποίος είναι γνωστό πως εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτικός ως προς τη συνέχιση της βοήθειας προς την Ουκρανία. Αλλωστε, λίγο πριν γίνει γνωστή η είδηση για το «πράσινο φως» από τις ΗΠΑ προς την Ουκρανία να χρησιμοποιήσει τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς για πλήγματα σε ρωσικά εδάφη, είχε προκαλέσει αίσθηση η δήλωση Ζελένσκι ότι «ο πόλεμος θα τελειώσει πιο γρήγορα με την κυβέρνηση Τραμπ». Εκτιμάται ότι ο Ουκρανός Πρόεδρος προχώρησε σ’ αυτήν τη δήλωση λόγω της αυξανόμενης πίεσης εκ μέρους της Δύσης προς την πλευρά του για να προχωρήσει σε συμβιβασμούς ή ακόμη και στον τερματισμό του πολέμου, πριν αναλάβει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ στον Λευκό Οίκο.
Την περασμένη εβδομάδα, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς, ο Βλάντιμιρ Πούτιν δήλωσε ότι παραμένει ανοικτός σε συνομιλίες, ωστόσο θα πρέπει οποιαδήποτε συμφωνία να λαμβάνει υπόψη «τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια και τις εδαφικές κατακτήσεις της», αποκλείοντας εμμέσως το σενάριο η Ρωσία να «επιστρέψει» στην Ουκρανία τις περιοχές της Κριμαίας που έχει μονομερώς προσαρτήσει, όπως ζητάει από την πλευρά του το Κίεβο.
Κρίσιμη θεωρείται η σύνοδος των G20 τις επόμενες ημέρες, κατά την οποία το τελικό ανακοινωθέν θα δείξει πολλά για τη στάση της Δύσης απέναντι στην Ουκρανία και τη Ρωσία και τον πόλεμο που παραμένει σε εξέλιξη, καθώς στην περσινή ανακοίνωση είχε υποβαθμιστεί η καταδίκη της ρωσικής εισβολής.