Η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα μέτρα για την οπλοκατοχή... και πολύ καλά έκανε. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος πέφτει νεκρός από όπλο, είτε σε καβγά, είτε σε γάμο, είτε σε «παρεξήγηση», δεν είναι απλώς ένα ακόμη έγκλημα. Είναι μια παραδοχή αποτυχίας. Όχι μόνο της πολιτείας, αλλά και της κοινωνίας που επί δεκαετίες κλείνει το μάτι σε μια κουλτούρα βίας, την οποία βαφτίζει «παράδοση».
Η Ελλάδα δεν είναι Τέξας ούτε Κολομβία. Κι όμως, υπάρχουν περιοχές όπου το να έχεις όπλο θεωρείται σχεδόν ένδειξη κύρους, μια «απόδειξη» υποτιθέμενου ανδρισμού ή εξουσίας. Το όπλο περνά από γενιά σε γενιά, σαν οικογενειακό κειμήλιο, κι ας έχει στοιχίσει ζωές. Κι όταν ξεσπά μια νέα τραγωδία, όλοι αναστενάζουμε, όλοι δηλώνουμε «σοκαρισμένοι», μέχρι την επόμενη φορά.
Γι’ αυτό τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δεν είναι απλώς απαραίτητα, σηματοδοτούν ότι, επιτέλους, η πολιτεία βάζει όρια: με επανέλεγχο όλων των αδειών, με αυστηρά ψυχολογικά τεστ, με το να νομοθετείται ως κακούργημα η παράνομη οπλοκατοχή και με το να μπει επίσημα ένα τέλος στην ανοχή των «εθίμων» με όπλα σε γάμους και πανηγύρια. Ακούγεται αυτονόητο, αλλά δεν ήταν.
Όμως, όσο αυστηρά κι αν είναι τα μέτρα, δεν αρκούν. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα όπλα, πάντα θα είναι και το μυαλό που τα κρατά. Είναι η κοινωνία που έχει συνηθίσει να τα βλέπει, να τα ακούει, να τα θεωρεί «κομμάτι της ζωής μας». Όσο το παιδί μεγαλώνει βλέποντας τον πατέρα να ρίχνει στον αέρα «για το καλό», όσο το χωριό συγχωρεί τον «άντρα τον σωστό» που λύνει διαφορές με σφαίρες, τίποτα δεν αλλάζει.
Δεν μπορεί η Ελλάδα του 2025 να αποδέχεται την έννοια του «οπλισμένου νοικοκύρη». Δεν μπορεί να τιμά την κουλτούρα της βεντέτας, να αποδέχεται τη σιωπή, να φοβάται να μιλήσει. Το κράτος έχει ευθύνη να εφαρμόσει τους νόμους χωρίς φόβο και χωρίς «ιδιαιτερότητες», αλλά κι εμείς έχουμε την ευθύνη να αλλάξουμε συνειδήσεις.
Η ασφάλεια δεν είναι ζήτημα ανδρισμού· είναι ζήτημα πολιτισμού. Και ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από το πόσο σέβεται τη ζωή. Αν θέλουμε πραγματικά να σταματήσουν οι δολοφονίες, πρέπει να τελειώνουμε με τη ρομαντικοποίηση του όπλου. Δεν είναι παράδοση. Είναι ντροπή.