Σύμφωνα με την αντιπολίτευση –στο σύνολό της– ζούμε σε μια χώρα που έχει καταρρεύσει οικονομικά, πολιτικά, αλλά και σε επίπεδο κράτους δικαίου. Τα περί «χούντας», «καθεστώτος» και άλλων τινών που εκστομίζουν τα στελέχη, αλλά και οι ίδιοι οι επικεφαλής των κομμάτων, και η καταστροφολογία αποτελούν ουσιαστικά την αντιπολιτευτική τακτική έναντι της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Η τακτική αυτή θυμίζει την περίοδο πριν από τις εκλογές του 2023, όταν και πάλι η αντιπολίτευση πήγε σε μια εκλογική αναμέτρηση επιχειρώντας να δείξει πως η κυβέρνηση που εξελέγη το 2019 είχε οδηγήσει τη χώρα στον γκρεμό. Στις εθνικές εκλογές του 2023, ο στόχος δεν επετεύχθη, το ερώτημα είναι γιατί να επιτευχθεί στις επόμενες εκλογές.
Ενδεχομένως να εκτιμούν στην αντιπολίτευση ότι η προσπάθεια να προκληθεί μια ρωγμή ίσως οδηγήσει στο να γκρεμιστεί το κυβερνητικό οικοδόμημα από μόνο του. Ισως ότι με τη συνδρομή και εξωγενών –εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής δηλαδή– παραγόντων θα καταστεί εφικτό να φύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Μόνο που η καταστροφολογία και η γενικότερη απαξίωση που επιχειρείται ακόμη και στους θεσμούς που θεωρούνται πυλώνες της Δημοκρατίας έχουν στόχο την αρνητική ψήφο, όπως αυτή του 2015. Τότε όμως υπήρχε ένα κύμα οργής και ένα δίπολο που ήταν το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» το οποίο συντηρούσε την αγανάκτηση.
Το 2025 δεν είναι 2015. Οπως δεν θα είναι και το 2027 –περίοδος που λήγει η συνταγματική θητεία αυτής της κυβέρνησης– και τα δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά σε όλα τα επίπεδα. Ποιος άραγε μπορεί –εκτός από μια χούφτα φανατικών– να ισχυριστεί ότι η οικονομία καταρρέει; Ναι, υπάρχουν προβλήματα. Ναι, η ακρίβεια είναι ένα ζήτημα που προκαλεί ανησυχία ίσως και αγανάκτηση σε μεγάλο αριθμό πολιτών. Ομως η χώρα αφενός δεν καταρρέει, αφετέρου η κυβέρνηση αναζητεί διαρκώς λύσεις για να στηρίξει κοινωνικές τάξεις ώστε να μη διαταράσσεται και η κοινωνική συνοχή.
Τα μέτρα που εφαρμόζονται και αυτά που προγραμματίζονται έχουν αποκλειστική στόχευση τη στήριξη και των ευάλωτων, και της οικογένειας, και της μεσαίας τάξης, στο πλαίσιο και της επιστροφής του μερίσματος της ανάπτυξης, που είναι απτή.
Οι υψηλοί αντιπολιτευτικοί τόνοι, οι ακραίες εκφράσεις και οι χαρακτηρισμοί που ορισμένες φορές λαμβάνουν παραληρηματικό χαρακτήρα δεν πείθουν. Αυτό καταγράφεται, άλλωστε, στο σύνολο των δημοσκοπήσεων. Οι ψηφοφόροι δείχνουν να κρατούν στάση αναμονής αφού ακόμη και στις περιπτώσεις που η κυβέρνηση καταγράφει δημοσκοπική πτώση δεν επιλέγουν άλλα κόμματα, αλλά καταγράφονται στους αναποφάσιστους και στη λεγόμενη γκρίζα ζώνη.
Προεκλογικά, τα κόμματα θα αναπτύξουν τις θέσεις τους. Αν η αντιπολίτευση επιμείνει σε μια αέναη σκανδαλολογία και σε μια τοξικότητα όπως αυτή που καταγράφεται σήμερα, δύσκολα θα πείσει ότι διαθέτει σχέδιο και πρόγραμμα για τη χώρα και λύσεις για τα προβλήματα των πολιτών.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»