Από τον Επιτάφιο του Περικλή έως τις πλατείες των σημερινών διαδηλώσεων, το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη υπήρξε σύμβολο ενότητας και σιωπηλής ευγνωμοσύνης. Σήμερα, όμως, η ιερότητα εκείνης της σιωπής μοιάζει να χάνεται μέσα σε κραυγές, πανό και πολιτικά συνθήματα.
Η ιστορία του Μνημείου
Η ιδέα ενός μνημείου για τους νεκρούς των πολέμων που δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρισθούν ανάγεται ήδη στην αρχαία Ελλάδα. Στις δημόσιες ταφές των Αθηναίων, όπως στον Επιτάφιο του Περικλέους, αναφερόταν η «κλίνη κενή», το κενό κρεβάτι που τιμούσε τους αφανείς, εκείνους που δεν βρέθηκαν ποτέ για να τιμηθούν όπως τους αρμόζει. Ήταν μια υπόσχεση συλλογικής μνήμης: κανένας ήρωας δεν θα μείνει χωρίς όνομα.
Στα νεότερα χρόνια, το πρώτο μνημείο για τους άταφους πεσόντες της Επανάστασης του 1821 αποφάσισε να ανεγείρει ο Δήμος Ερμούπολης Σύρου, το 1858. Η σύγχρονη όμως μορφή του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη οφείλεται στους Γάλλους, οι οποίοι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθιέρωσαν την ταφή ενός ανώνυμου μαχητή κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μετατρέποντας τη μνήμη των αφανών σε πανανθρώπινο σύμβολο.
Η Ελλάδα ακολούθησε το παράδειγμα το 1926, όταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος αποφάσισε την ανέγερση Μνημείου στο Σύνταγμα. Το έργο ολοκληρώθηκε στις 25 Μαρτίου 1932 επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου και εγκαινιάστηκε από τον αντιπρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, παρουσία αντιπροσωπειών από διάφορες χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Αίγυπτο, HΠΑ…). Ο αρχιτέκτονας Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο γλύπτης Φωκίων Ρωκ δημιούργησαν ένα λιτό αλλά βαθύτατα συμβολικό έργο: έναν γυμνό οπλίτη σε ύπτια στάση, που παραπέμπει στον αιώνιο ύπνο της θυσίας.
Το Μνημείο πλαισιώνεται από δύο μνημειακές κλίμακες όπου χαράχθηκαν οι φράσεις από τον Επιτάφιο του Περικλέους «Μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών» και «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Aναγράφονται επίσης τα ονόματα μαχών της ελληνικής ιστορίας, από τη Μακεδονία έως την Κύπρο. Μπροστά του καίει ακοίμητο καντήλι, του οποίου το φως μεταφέρθηκε από την Αγία Λαύρα την ημέρα των αποκαλυπτηρίων.
Η πολιτική αντιπαράθεση και η απώλεια του σεβασμού
Κι όμως, αυτός ο ιερός τόπος, φτιαγμένος για να ενώνει, έχει τα τελευταία χρόνια γίνει σημείο διαίρεσης. Πανό για τα Τέμπη, συνθήματα για την Παλαιστίνη, πλακάτ και graffiti εμφανίζονται πάνω ή γύρω από το Μνημείο, μετατρέποντάς το σε σκηνή πολιτικής διαμαρτυρίας. Με πρόσχημα το «δίκαιο αίτημα» κάποιοι ξεχνούν ότι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είναι τοίχος ανακοινώσεων ούτε βήμα πολιτικού ακτιβισμού. Είναι βωμός σιωπής, όχι πεδίο αντιπαράθεσης.
Προφανώς και επιβάλλεται να υπάρξει ένα μνημείο για τα αδικοχαμένα παιδιά των Τεμπών. Προφανώς και ο κύριος Ρούτσι είχε κάθε δικαίωμα να απαιτήσει την αλήθεια για το παιδί του. Αλλά όχι εκεί. Όχι μπροστά από τα σκαλιά του Άγνωστου Στρατιώτη. Ο Άγνωστος δεν είναι κυβερνητικός ή αντιπολιτευόμενος. Δεν είναι υπουργείο, ούτε βήμα διαμαρτυρίας. Το μνημείο ανήκει σε όλους και οφείλουμε να το σεβόμαστε. Δεν τον αγγίζουμε, γιατί είναι το ελάχιστο σύνορο αξιοπρέπειας που μας ενώνει ως έθνος. Σε ποια άλλη χώρα του κόσμου βλέπει κανείς σκηνές, graffiti ή ξένες σημαίες στο μνημείο των πεσόντων; Σε καμία.
Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν πολέμησε για κόμματα, κυβερνήσεις ή ιδεολογίες. Πολέμησε για την ελευθερία όλων. Κι αυτή η ελευθερία προϋποθέτει σεβασμό. Όταν βεβηλώνεις τον χώρο του, δεν αμφισβητείς την εξουσία, αμφισβητείς την ίδια τη μνήμη. Το Μνημείο δεν χρειάζεται φωνές, χρειάζεται σιωπή. Και αν δεν μπορούμε να σταθούμε με ευλάβεια μπροστά σ’ αυτή τη σιωπή, τότε έχουμε ξεχάσει όχι μόνο την Ιστορία μας αλλά και την αξιοπρέπειά μας.
Άλλη μια περίπτωση λοιπόν, κατά την οποία χάθηκε το μέτρο!