Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα έφυγε από τη ζωή αφού πρώτα είχε βιώσει την φυγή από τη χώρα του, τη Τσεχία και αφού φυγάς πλέον στη Γαλλία ανακάλυψε μια νέα πατρίδα και μια νέα γλώσσα: και μαζί τη λογοτεχνία που σταδιακά έγινε η τελευταία και αληθινή του πατρίδα.

Τα πρώτα του γλωσσικά βήματα τα έκανε ένα χρόνο πριν από την Άνοιξη της Πράγας, τότε που κυκλοφόρησε στην υπό σοβιετική κατοχή Τσεχία το πρώτο του μυθιστόρημα. Ο τίτλος του βιβλίου, «Η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού», τον κατέστησε αυτομάτως «εχθρό του λαού»: Ενός λαού που λίγους μήνες αργότερα έβλεπε τα όνειρά του να ισοπεδώνονται από τις ερπύστριες των σοβιετικών τανκς.

Το βιβλίο αποσύρθηκε από όλες τις δημόσιες βιβλιοθήκες και μαζί του άρχισε η διαφωνία και η δίωξη του Τσέχου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα. Όμως οι λέξεις κάθε σελίδας αυτού του βιβλίου αναδείκνυαν δύο πράγματα: το πρώτο ότι ο κομμουνισμός δεν είχε χιούμορ. Και το δεύτερο ότι το χιούμορ δεν άντεχε τον κομμουνισμό.

Εξόριστος, χωρίς υπηκοότητα πολιτογραφήθηκε Γάλλος το 1981. Στα γαλλικά έγραψε τον τόμο διηγημάτων «Το βιβλίο των γελοίων ερωτευμένων» και τα μυθιστορήματα «Το αστείο», «Η ζωή είναι αλλού», «Το βαλς του αποχαιρετισμού» (Ο αποχαιρετισμός), «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης», «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» και «Η αθανασία».

Ακολούθησαν στα γαλλικά, τα μυθιστορήματα «Η βραδύτητα», «Η ταυτότητα», «Η άγνοια» και «Η γιορτή της ασημαντότητας», και πολλά άλλα ενώ μετά από 14 χρόνια συγγαφικής απραξίας, ο Κούντερα επέστρεψε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το 2014 με το βιβλίο «La fiesta de la insignificancia» (Η γιορτή της ασημαντότητας).

Ενδεχομένως εκεί που βρίσκεται πλέον ο Κούντερα να μάθει από τους διώκτες του για ποιο λόγο η αισιοδοξία είναι «αντιδραστική» και όσοι την εκδηλώνουν είτε γράφοντας, είτε μιλώντας, είτε πάλι την χρησιμοποιούν ως μέσο για να ταξιδέψουν σε άλλες πολιτείες σαν κι αυτήν που από χθες βρίσκεται ο μεγάλος Τσέχος-Γάλλος-Ευρωπαίος συγγραφέας.