Το 2023 ήταν (άλλη) μία άστατη χρονιά στο διεθνές γεωπολιτικό πεδίο. Αν σκεφτούμε, ειδικά, το Μεσανατολικό ζήτημα το οποίο τον περασμένο Οκτώβριο προσέθεσε άλλη μία εμπόλεμη σύγκρουση στον παγκόσμιο χάρτη, το 2023 μάλλον ξεπέρασε σε δυσάρεστες εξελίξεις και τις αμέσως προηγούμενες, πολύ ταραγμένες χρονιές.
Παράλληλα με το Μεσανατολικό, μες στο ίδιο έτος είχαμε την αταλάντευτη συνέχεια του πολέμου στην Ουκρανία, την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, με τεράστιες φυσικές καταστροφές και πολλές χώρες να κάνουν ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών, και τη δυναμική επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ ως φαβορί του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τη θέση του υποψήφιου προέδρου των ΗΠΑ στις ερχόμενες εκλογές.
Με αυτά τα δεδομένα για το 2023 δεν υπάρχει πολύς χώρος για αισιοδοξία για το 2024. Οι δυτικές οικονομίες βέβαια φαίνεται να πήραν μία ανάσα εντός του ‘23, κυρίως χάρη σε μία ελαφριά πτωτική τάση του παγκόσμιου πληθωρισμού σε σχέση με το έτος-ρεκόρ 2022. Ωστόσο, προφανώς λόγω των εξελίξεων που αναφέραμε παραπάνω, υπάρχει μία διάχυτη αίσθηση ότι τα πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πιο πιθανό να χειροτερέψουν παρά να καλυτερέψουν μέσα στους επόμενους μήνες.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα μες στο 2023 φάνηκε να κερδίζει πολλούς πόντους. Η χώρα μας έχει ούτως ή άλλως ιδιαίτερη σημασία ως ανατολικό σύνορο της Δύσης και, κατά τη διάρκεια της τρέχουσας δύσκολης περιόδου, ο καθαρός της λόγος για όλα τα κρίσιμα παγκόσμια ζητήματα και η επαναφορά της στην υψηλή επενδυτική βαθμίδα την έφεραν στο επίκεντρο της προσοχής διεθνώς. Όπως έγραφε και ο Economist πριν λίγο καιρό, «η Ελλάδα δείχνει ότι από το χείλος της κατάρρευσης είναι δυνατόν να θεσπιστούν σκληρές, λογικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό συμβόλαιο, να επιδειχθεί συγκρατημένος πατριωτισμός – και να κερδηθούν ακόμα και οι εκλογές. Με τον μισό πλανήτη να πρόκειται να ψηφίσει το 2024, οι απανταχού δημοκράτες θα πρέπει να εστιάσουν εκεί».
Από όλα τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το 2024 ο ρόλος της Ελλάδας στο δυτικό κόσμο θα είναι αναβαθμισμένος. Κάποιες χώρες, ακόμα και ευρωπαϊκές, πνίγονται από ανασφάλεια. Ανησυχούν για υποχωρήσεις της δημοκρατίας τους μπροστά σε λαϊκιστές που διεκδικούν εξουσία ή για τον τρόπο που θα διαχειριστούν «καυτά» ζητήματα όπως το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Όχι η Ελλάδα όμως. Όχι αυτή την εποχή τουλάχιστον. Τα τελευταία χρόνια έχει αντιμετωπίσει τέτοιου τύπου κρίσεις με επιτυχία και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το 2024 θα είναι δεδομένα μία καλή χρονιά για τη χώρα μας. Αν αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη, μπορεί να είναι και το αντίθετο. Περισσότερη εμπιστοσύνη, βλέπετε, σημαίνει και περισσότερες ευθύνες. Για παράδειγμα, όσο υπάρχει ενεργειακή κρίση λόγω Ουκρανίας και Μεσανατολικού, τόσο μεγαλύτερη σημασία αποκτά η Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος και, αναλόγως, τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι ανάγκες της στον τομέα της ασφάλειας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε και ποιον έχουμε για γείτονα. Τον τίτλο του μεγάλου ενεργειακού κόμβου της περιοχής θέλει να τον κρατήσει η Τουρκία, την ώρα που ο πρόεδρός της κλείνει το μάτι στον Πούτιν και αποκαλεί την Χαμάς «απελευθερωτική οργάνωση».
Συμπερασματικά, η χώρα μας πρέπει να συνεχίζει να κάνει ό,τι κάνει, για να το θέσουμε απλά. Το θάρρος της ελληνικής κυβέρνησης να παίρνει θέση σε σημαντικά εξωτερικά ζητήματα και να συμμετέχει ενεργά σε προσπάθειες επίλυσής τους έχει φανεί ευνοϊκό. Αν διαβάσετε, όμως, πίσω από τις γραμμές των διθυράμβων του Economist, ο βασικός λόγος αυτής της εύνοιας είναι η συμπεριφορά της ίδιας αυτής κυβέρνησης προς το εσωτερικό και η προσπάθειά της για εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά στους τομείς της ασφάλειας και της οικονομίας. Γιατί, αν θυμάστε, θάρρος να παίρνει θέση προς το εξωτερικό είχε και η προηγούμενη κυβέρνηση, εκείνη της Αριστεράς, αλλά επειδή από εσωτερικό εκσυγχρονισμό δεν καταλάβαινε τίποτα, κόντεψε να διαλύσει τη χώρα. Κι επειδή οι κρίσεις δεν φέρνουν μόνο καταστροφές αλλά και ευκαιρίες, στην επόμενη κρίση που πιθανότατα θα έρθει το 2024, ας βρεθούμε μία φορά και από τη σωστή πλευρά. Έτσι, για αλλαγή...