Στην Ελλάδα δεν κάνουμε τηλεοπτικά debate πολιτικών αρχηγών με όρους τηλεθεάματος, όπως π.χ. κάνουν στις ΗΠΑ. Δεν κάθονται, δηλαδή, οι υποψήφιοι ο ένας απέναντι στον άλλον και αντιπαρατίθενται ευθέως σε σημείο να τσακώνονται. Εδώ, καλώς ή κακώς, η αντιπαράθεση είναι έμμεση: Οι δημοσιογράφοι ρωτούν και οι πολιτικοί απαντούν και τίποτα παραπάνω.

Με αυτόν τον τρόπο, οι εκπλήξεις είναι σπάνιες. Ο κάθε πολιτικός αρχηγός έχει ήδη δώσει το προηγούμενο διάστημα τις συνεντεύξεις του κατά μόνας, το κάθε κόμμα έχει ήδη επικοινωνήσει με όποιον τρόπο μπορεί τις θέσεις ή το πρόγραμμά του και ό,τι έχει να απαντήσει ο ένας υποψήφιος στον άλλο, το έχει ήδη απαντήσει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις ή διά των κομματικών ανακοινώσεων. Αν μπορούσε να δώσει κάτι καινούργιο το ντιμπέιτ, αυτό θα ήταν να μας δείξει καλύτερα τον χαρακτήρα του κάθε υποψηφίου, μέσω των αντιδράσεών του έναντι των αντιπάλων του. Αυτό όμως θα εξυπηρετείτο καλύτερα, εάν η αντιπαράθεση γινόταν με τον αμερικανικό τρόπο. Τώρα, απλώς είδαμε πράγματα που ήδη ξέραμε...

Για παράδειγμα, είδαμε ότι ο Κυριάκος Βελόπουλος εκφράζει τον πιο φτηνό λαϊκισμό της πολιτικής σκηνής μας. Από τις εικόνες της Παναγίας μέχρι το θέμα των αμβλώσεων και από την αναπαραγωγή εμπρηστικών τουρκικών θέσεων μέχρι το ζήτημα των γεωτρήσεων στο Αιγαίο, δεν άφησε τίποτα όρθιο. Είδαμε, επίσης, ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης συνεχίζει να αντιλαμβάνεται την πολιτική ως ευκαιρία να κάνει μάθημα στην υπόλοιπη υφήλιο. Πολύ περισσότερο αλαζονικός στο λόγο του από όσο του επιτρέπει η μεγαλειωδώς αποτυχημένη θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών, ξεκινούσε τις απαντήσεις του λέγοντας πόσο πανεύκολες ερωτήσεις του κάνουν και κάποια στιγμή είπε αυθόρμητα «μιλάτε στον πιο φιλελεύθερο άνθρωπο που έχει υπάρξει ποτέ». Τύφλα να έχει ο Άνταμ Σμιθ, κύριε Γιάνη.

Στο ντιμπέιτ παρευρέθηκε βέβαια και ο Δημήτρης Κουτσούμπας, αν και, ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, είναι πολύ αμφίβολο αν έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει, είτε μιλάμε για πολιτικό διάλογο είτε για ένα τηλεοπτικό προϊόν. Ο λόγος του ήταν σαν να προέρχεται από ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης σε πρώιμο στάδιο, μόνο που αντί να το συνδέσουν στο διαδίκτυο, το φόρτωσαν αποκλειστικά με δεδομένα από τα πρακτικά της ελληνικής Βουλής της δεκαετίας του 80. Εν τω μεταξύ, πολλοί λένε ότι ο κ. Κουτσούμπας ήταν ο νικητής του ντιμπέιτ. Φανταστείτε, δηλαδή, για πόσο αδιάφορο ντιμπέιτ μιλάμε.

Για τους τρεις «μεγάλους» της διαδικασίας δεν έχουμε να πούμε πολλά, καθώς τα περισσότερα έχουν ήδη ειπωθεί. Εν προκειμένω, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν άφησε κάποιες εντυπώσεις. Είναι φανερό πως πρόκειται για έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων, πράγμα που μπορεί να είναι καλό σε διάφορες περιπτώσεις, είναι όμως σίγουρα κακό για ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ. Ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη, είναι ομολογουμένως «τηλεοπτικός» τύπος. Άνετος στους μονολόγους του και εύκολος στην παροχολογία, μοίραζε υποσχέσεις με τον ίδιο τρόπο που οι τηλεπωλητές μοιράζουν προσφορές.

Τέλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν πιο συντηρητικός στο λόγο του, κάτι που ήταν αναμενόμενο, δεδομένου ότι το κόμμα του προηγείται στις δημοσκοπήσεις, αλλά και ότι, ως πρωθυπουργός, έχει την επιλογή να αφήσει το έργο του να μιλήσει για λογαριασμό του. Η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή του, ωστόσο, μάλλον ήταν και η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή όλου του ντιμπέιτ και αφορούσε στην πρότασή του να κοστολογηθούν τα προγράμματα όλων των κομμάτων από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν μη τι άλλο, δεν είχαμε ξανακούσει κάτι τέτοιο.

Σε κάθε περίπτωση, το ντιμπέιτ δεν μας έκανε σοφότερους. Αν είχε μία χρησιμότητα, αυτή ήταν το γεγονός ότι μας έκανε μία περίληψη κάποιων βασικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων που ζητούν την ψήφο μας για να καθορίσουν τις ζωές μας. Για εκείνους που δεν παρακολουθούν την πολιτική και θέλουν να ψηφίσουν στις 21 Μαΐου, αυτό μπορεί να έχει τη σημασία του. Εντούτοις, όποιος δεν παρακολουθεί την πολιτική, μάλλον θα προτίμησε να αλλάξει κανάλι για να δει Champions League, κι ας ξεκίνησε με τις καλύτερες των προθέσεων για να δει ντιμπέιτ. Είπαμε, ήταν μία τηλεοπτική εκπομπή στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Κουτσούμπας...