O πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε για τρίτη φορά την ευκαιρία στον Τούρκο πρόεδρο να συγχρονιστεί με την Ιστορία και να κατανοήσει ότι η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών απέβη στρατηγικά επιζήμια για τη χώρα του. Προφανώς έκρινε ότι έτσι θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της πατρίδας του, αλλά δεν είχε υπολογίσει την αντίδραση της ελληνικής πλευράς, που κινούμενη στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και αναπτύσσοντας ένα ευρύ δίκτυο συνεργασιών κατέστη εγγυήτρια δύναμη σταθερότητας στην περιοχή, αλλά και αξιόπιστος εταίρος της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Αυτή τη φορά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πήρε το μήνυμα και φαίνεται ότι υπολογίζει την Ελλάδα στο δρόμο που σχεδιάζει να ακολουθήσει για να τον οδηγήσει εγγύτερα της Δύσης. Και αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Ελληνα πρωθυπουργού έναν ηγέτη, που, ενώ δεν αφίσταται των παγίων εθνικών θέσεων, είναι υπέρμαχος του ειλικρινούς διαλόγου και των ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας. Ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα λόγω του θετικού κλίματος, αλλά αν υπολογίζει το συμφέρον της χώρας του, τότε σίγουρα θα καταλάβει ότι εξαρτάται και από την Ελλάδα.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ένταση αποτελούσε ένα «τεστάρισμα» εκ μέρους του ώστε να δει μέχρι πού φθάνουν οι «αντοχές» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι αρκετά ευφυής ώστε να μην έχει πλέον καμία αμφιβολία ότι έχει απέναντί του έναν φιλελεύθερο πατριώτη που επιθυμεί υπό προϋποθέσεις τη βελτίωση στις σχέσεις των δύο χωρών. Εάν είχε διαβάσει την πτυχιακή εργασία του πρωθυπουργού περί των «συμπληγάδων της εξωτερικής πολιτικής», θα το είχε καταλάβει πριν από το Βίλνιους.