Τις μάνες που έθαψαν τα παιδιά τους δεν τις πολεμάμε, τρέμουμε στο βίωμά τους, σφίγγουμε τα δόντια στα δάκρυά τους, αναρωτιόμαστε πώς μπορούν να σηκώνουν τον μεγαλύτερο σταυρό του κόσμου στις πλάτες τους κι όμως να αντέχουν ακόμα, κλείνουμε τα μάτια από τρόμο στο μέγεθος του πόνου τους και, το κυριότερο όλων, σκύβουμε το κεφάλι με ταπεινότητα και σεβασμό στο πένθος τους.
Στο πένθος που κανένας άνθρωπος πάνω στη γη δεν θα ήθελε ποτέ να ζήσει, στο πένθος που είναι αποκλειστικά δικός τους λογαριασμός να αποφασίσουν πώς θα το νιώσουν και πώς θα το διαχειριστούν, πώς θα πορευτούν μαζί του και πώς θα το βγάλουν από μέσα τους, στο πένθος που δεν δέχεται υποδείξεις από κανέναν, καθώς δεν γίνεται να ευχόμαστε όλοι να μη βρεθούμε ποτέ στη θέση τους, ενώ ταυτόχρονα να έχουμε βάλει τον εαυτό μας στη δίνη τους, και να έχουμε αποφασίσει κιόλας τον τρόπο που θα πρέπει κατ’ εμάς να πενθήσουν.
Προσωπικά δεν έκρινα και ούτε πρόκειται ποτέ να κρίνω γονιό που έχει χάσει σπλάχνο και παλεύει όπως αυτός θεωρεί σωστό να δικαιώσει τη μνήμη του παιδιού του, συμφωνώ-δεν συμφωνώ με το πώς σκέφτεται και με το πώς πράττει η κάθε μάνα και ο κάθε πατέρας που έχει βρεθεί στη χειρότερη μοίρα του ανθρώπου.
Κι αν συμφωνώ, στέκομαι δίπλα του· αν πάλι όχι, σιωπώ από σεβασμό μπροστά στο μέγιστο δράμα και στον ύψιστο εφιάλτη.
Και ποια είμαι αλήθεια εγώ που θα σηκώσω τα μάτια να κρίνω και να κατακρίνω μια τέτοια τραγωδία;
Εξάλλου,
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ
κι ακούει το νερό να κοχλάζει.