Ένα τρίχρονο μωρό στο Ηράκλειο της Κρήτης δίνει μάχη, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, για να κρατηθεί στη ζωή, μετά τα μεσαιωνικά βασανιστήρια που πέρασε στα χέρια της ίδιας του της μάνας και του συντρόφου της, όπου αρρωστημένα κακοποιούσαν το μωρό για μήνες, όπως φαίνεται από τα ευρήματα των γιατρών, που το παρέλαβαν με βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ρήξη κοιλιακής αορτής – αν είναι δυνατόν, παρέλαβαν το μωράκι με τέτοιου είδους τραύματα από δύο κτήνη.

Και άντε –που δεν χωράει άντε για ένα τέρας σαν αυτόν– αυτή η «μάνα», που ντροπιάζει τη λέξη μάνα, αυτό το τέρας το τεράστιο πώς επέτρεψε να γίνει αυτό και πώς συμμετείχε στο μαρτύριο του παιδιού που η ίδια έφερε στον κόσμο;

Κι όλα αυτά λίγες μόνο εβδομάδες από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε το άλλο έγκλημα με τον αστυνομικό και την αστυνομικό σύζυγο και όχι σε καμία περίπτωση μάνα, που βίαζαν και κακοποιούσαν από κοινού τα παιδιά τους.

Δεν υπάρχει τιμωρία που να μπορεί να είναι ισάξια –γιατί εδώ δεν τίθεται θέμα σωφρονισμού, μην τρελαθούμε– που να μπορεί να είναι ισάξια μιας τέτοιας πράξης, που πραγματικά δεν βρίσκω τα λόγια να χαρακτηρίσω, δεν υπάρχει τιμωρία που να εμπεριέχεται στον ποινικό μας κώδικα και να είναι η πρέπουσα για την κτηνωδία.

Αυτό το μωρό, εάν επιζήσει, θα έχει τραύματα για μια ζωή πάνω στο κορμάκι του από σβησμένα τσιγάρα, που θα του θυμίζουν τη φρίκη που έζησε, καθώς και αμέτρητα στην ψυχή του.

Ώρες σαν αυτήν εδώ, σκέφτομαι πως θα έπρεπε σε κάποιες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις να υπάρχουν σύνθετα κοινωνικά συστήματα που θα έκριναν εάν μπορεί να γίνει κάποια μάνα της κοιλιάς, αντίστοιχα με αυτά που υπάρχουν για τις μάνες της καρδιάς, που πολλές φορές στέκονται στο ύψος της λέξης καλύτερα και από αυτές που τα φέρνουν χωρίς να τα θέλουν στον κόσμο.

Τριών χρονών μωρό διασωληνωμένο: τελικά παράγουμε περισσότερη φρίκη από αυτήν που μπορούμε να καταναλώσουμε.