«Πολλοί ρωτούν τι έκανε το ΝΑΤΟ για την Κύπρο το 1974. Η πραγματικότητα είναι ότι η Κύπρος δεν ήταν μέλος του», σχολίασε καθηγητής πανεπιστημίου σε πρόσφατη εκδήλωση για τη συμπλήρωση μισού αιώνα Μεταπολίτευσης. Το τι θ’ άλλαζε εάν η Λευκωσία μετείχε στη Συμμαχία –δεδομένου ότι αυτή δεν παρεμβαίνει σε συγκρούσεις μεταξύ των μελών της– δεν κρίθηκε σκόπιμο να απαντηθεί από την ακαδημαϊκή ελίτ του τόπου.
Στο τρίγωνο Κύπρος-ΗΠΑ-ΝΑΤΟ εδώ και μήνες καταγράφονται παρασκηνιακές ζυμώσεις και γεγονότα. Το απαύγασμα αυτών ήταν στις 15 Ιανουαρίου, όταν ο Τζο Μπάιντεν επέτρεψε με προεδρική διακήρυξη την προσχώρηση της Λευκωσίας σε τρία αμερικανικά στρατιωτικά προγράμματα (Foreign Military Sales, Excess Defense Articles, Title 10 Security Assistance Program), κάτι που σηματοδότησε και την άρση του καταφανώς άδικου εμπάργκο δεκαετιών σε βάρος της Κύπρου και όχι εναντίον της κατοχικής Τουρκίας.
Της διακήρυξης Μπάιντεν, προηγήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο η επίσκεψη του Νίκου Χριστοδουλίδη στην Ουάσιγκτον. Στη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας περιέγραψε, σύμφωνα με την «Καθημερινή», το σχέδιό του για μια δυνητική μελλοντική ένταξη της Λευκωσίας στο ΝΑΤΟ.
Τόσο το ζήτημα του ΝΑΤΟ όσο και οι αμερικανοκυπριακές σχέσεις έχουν μια συναισθηματική πρόσληψη στο νησί και οι αντιδράσεις για τα γεγονότα ήταν διαμετρικά αντίθετες.
Ανώτεροι διπλωματικοί αξιωματούχοι από την Κύπρο υπογράμμιζαν στο «Μανιφέστο» ότι αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί τη βελτίωση της διμερούς συνεργασίας, κάτι που σημαίνει ότι η πρώτη θα παράσχει περισσότερες διευκολύνσεις στη δεύτερη για την παρουσία και τις επιχειρήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η εν λόγω –θετική– εξέλιξη δεν επηρεάζει το Κυπριακό και την επίλυσή του. Τι σημαίνει αυτό; «Το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί μόνο με διαπραγματεύσεις και χωρίς απειλή ή χρήση βίας», σημείωναν έμπειροι παρατηρητές, ενώ πρόσθεταν ότι η αναβάθμιση των αμερικανοκυπριακών σχέσεων δεν συνεπάγεται κάποια βαθύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ και «ούτε καθιστά τη σύγκρουση περισσότερο στρατιωτικοποιημένη».
Τι (δεν) είπε η Αθήνα
Εντύπωση προκαλεί η στάση της Ελλάδας –της μητέρας-πατρίδας της Κύπρου– σχετικά με την αναβάθμιση των σχέσεων Λευκωσίας-Ουάσιγκτον, αφού το υπουργείο Εξωτερικών δεν εξέδωσε καμία ανακοίνωση, ενώ Ελληνες διπλωματικοί αξιωματούχοι σε ιδιωτικές τους συνομιλίες ήταν σιωπηλοί περί του θέματος.
Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η αναβάθμιση των αμερικανοκυπριακών σχέσεων προκάλεσε αναφυλαξία. Για «σοβαρό λάθος, το οποίο θα αυξήσει τις εξοπλιστικές δραστηριότητες στο νησί» μίλησε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να αποφεύγονται τα προκλητικά βήματα». Ο τουρκικός Τύπος έκανε λόγο για «παγίδα στην Τουρκία», «σκανδαλώδη απόφαση» κ.λπ.
Ωστόσο, ιστορικά, η Άγκυρα ήταν υπέρ της ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Τον Φεβρουάριο του 1959, στις συνομιλίες της Ζυρίχης για τη διευθέτηση του Κυπριακού, οι πρωθυπουργοί Ελλάδος και Τουρκίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Αντνάν Μεντερές, συνομολόγησαν μια μυστική «συμφωνία κυρίων», η οποία προέβλεπε ότι οι δύο χώρες θα υποστήριζαν την ένταξη της νεότευκτης Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ και στο πλαίσιο αυτό την παραχώρηση διευκολύνσεων και εγκαταστάσεων στη Συμμαχία επί της Μεγαλονήσου. Ο Κουρδικής καταγωγής υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, γεννήθηκε οκτώ χρόνια μετά τη συμφωνία, οπότε είναι λογικό να μην... τη θυμάται.
Η θετική δυναμική στις (αμυντικές) σχέσεις Λευκωσίας- Ουάσιγκτον έχει παραγάγει ήδη αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η απόφαση των ΗΠΑ να αναβαθμίσουν την αεροπορική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου». Το κόστος της αναβάθμισης είναι 14,7 εκατομμύρια ευρώ και σε 18 μήνες θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες.
Προ ημερών, ο Κύπριος υπουργός Άμυνας, Βασίλης Πάλμας, υποδέχθηκε Αμερικάνους αξιωματούχους οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την απόφαση να γίνουν έργα αναβάθμισης στην αεροπορική βάση. Σύμφωνα με την «Καθημερινή της Κύπρου», οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται και για την επέκταση-αναβάθμιση της ναυτικής βάσης στο Μάρι, project η υλοποίηση του οποίου ενδιαφέρει πολύ και την Ελλάδα.
Το βέτο στο τραπέζι
Οι Τούρκοι, πολιτικοί και διπλωμάτες, συνηθίζουν να μιλούν για «πραγματικότητες» στην Κύπρο, όπως ευσχήμως παρουσιάζουν την παράνομη εισβολή και κατοχή του 37% της νήσου. H πραγματικότητα αναφορικά με την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ είναι δύσκολη. Το βέτο της Άγκυρας σε συμμαχικό επίπεδο και η μη λύση του Κυπριακού αποτελούν τους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες. Η περίπτωση ΝΑΤΟ είναι αρκούντως διαφορετική από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ για μια σειρά λόγων. Εντούτοις, έμπειροι παρατηρητές του Κυπριακού γίγνεσθαι εκτιμούν ότι η βαθύτερη ένταξη της Λευκωσίας στο δυτικό πλέγμα ασφαλείας θα είναι επ’ ωφελεία της Μεγαλονήσου, ενισχύοντας τις δυνατότητές της για μεγαλύτερη περιφερειακή μόχλευση (leverage).