Η ιστορία πλέον είναι αυτή που θα κρίνει τον Κώστα Σημίτη και κατά τη χθεσινή εξόδιο ακολουθία και στους επικήδειους που τη συνόδευσαν ακούστηκαν πολλά που συνεχίζουν να δίνουν τροφή στις έριδες για το έργο και τη δράση του εκλιπόντος ως πρωθυπουργού. Αρκετοί ωστόσο από τους επικριτές του συνεχίζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αλλού τον ζωηρό διάλογο που έχει ανοίξει, υιοθετώντας και απόψεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Πρόκειται απλώς για φήμες που συνοδεύουν το όνομα του πρώην πρωθυπουργού, συντηρώντας ακριβώς και την κριτική γύρω από αυτό.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Μία από αυτές είναι, για παράδειγμα, το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το παγωμένο και δραματικό βράδυ του Ιανουαρίου του 1996 στα Ιμια. Ήταν ο Σημίτης εκείνος που είχε «ξεπουλήσει» τα Ιμια, όπως πολλοί ισχυρίζονταν και εξακολουθούν να ισχυρίζονται, επικαλούμενοι παράλληλα με ειρωνεία το «ευχαριστώ» του πρώην πρωθυπουργού προς τις ΗΠΑ από το βήμα της Βουλής; Εάν πάντως είχε «ξεπουλήσει» τα Ιμια, τότε αυτήν τη στιγμή δεν θα ανήκαν στην ελληνική επικράτεια, αλλά στην τουρκική.

Η κρίση, βέβαια, της εποχής εκείνης δεν οδήγησε επ’ ουδενί σε αλλαγή συνόρων στο Αιγαίο ούτε έδωσε στο παραμικρό τη δυνατότητα στην Άγκυρα ν’ αμφισβητήσει την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο. Διότι η τουρκική πλευρά ήταν ανέκαθεν αυτή που επιχειρούσε να «γκριζάρει» το Αιγαίο και ορισμένα νησιά ή βραχονησίδες του και όχι η πολιτική που ακολούθησε ο Σημίτης, όπως επίσης τον κατηγορεί η ίδια μερίδα επικριτών του.

Η κριτική για την εξωτερική πολιτική του Σημίτη και τη στάση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία θυμίζει άλλωστε σε πολλά σημεία –και όχι μόνο σ’ αυτό για τα Ιμια– την κριτική που δέχεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τη δική του προσέγγιση των ανοιχτών διαύλων και των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο.

Η πραγματικότητα όμως καταγράφει ότι ένα από τα αναμφισβήτητα επιτεύγματα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Σημίτη ήταν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επετεύχθη παρά τα εμπόδια που έβαζαν μέχρι την τελευταία στιγμή τόσο η Άγκυρα όσο και πρόθυμοι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της. Και, μάλιστα, η ένταξη αυτή συνέβαλε στη σταθερότητα στο νησί και τη δημιουργία προοπτικής για την επίλυση του Κυπριακού, η οποία και πάλι με ευθύνη της τουρκικής πλευράς δεν έχει επέλθει έως σήμερα.

Σχετική με τα ελληνοτουρκικά είναι και η μομφή κατά του πρώην πρωθυπουργού για τη δήθεν «παράδοση» του Αμπντουλάχ Οτζαλάν από την Ελλάδα στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα όμως, ο ηγέτης των Κούρδων οδηγήθηκε στην Ελλάδα μετά από την άρνηση της Ιταλίας και της Ρωσίας να τον δεχθούν, όταν εκείνος, τον Σεπτέμβριο του 1998, εγκατέλειψε τη Συρία. Μάλιστα, όταν αρχικά το αεροπλάνο που τον μετέφερε από τη Δαμασκό προσγειώθηκε τότε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, η άρνηση Σημίτη ήταν αυτή που οδήγησε τον Οτζαλάν στη φυγή από την Αθήνα και την αναζήτηση άλλου προορισμού.

Το πώς λίγους μήνες μετά ο Οτζαλάν βρέθηκε στην Ελλάδα, δίχως να έχει ενημερωθεί η κυβέρνηση και εν συνεχεία φυγαδεύτηκε στην Κένυα –όπου και φέρεται να συνελήφθη από Τούρκους πράκτορες– είναι λιγότερο ή περισσότερο γνωστό, αλλά βέβαιο είναι πως δεν υπήρξε άμεση εμπλοκή του πρώην πρωθυπουργού. Τουναντίον, η κρίση που προκλήθηκε από τη σύλληψή του από τους Τούρκους οδήγησε στην έξοδο από την κυβέρνηση τρεις υπουργούς (Θ. Πάγκαλος, Αλ. Παπαδόπουλος, Φ. Πετσάλνικος).

Τέλος, ίσως ο μεγαλύτερος μύθος που συνοδεύει τον Σημίτη είναι αυτός του Χρηματιστηρίου και της ευφορίας της περιόδου 1999-2000 που αποδείχθηκε «φούσκα». Δεν ήταν όμως ο πρώην πρωθυπουργός εκείνος που συνέστησε ακόμη και στους… τσοπάνηδες στα χωριά να καταθέσουν τις οικονομίες τους στο Χρηματιστήριο με την ελπίδα να γίνουν πλούσιοι ούτε μετέτρεψε σε… dealing room τα καφενεία τους.

Ήταν μια υπερβολή της εποχής που πράγματι οδήγησε αρκετούς μέχρι και στο να χάσουν ολόκληρες περιουσίες, ωστόσο είναι αδιανόητο να υποστηρίζει κάποιος ακόμη και σήμερα ότι ο τότε πρωθυπουργός υπαγόρευε με διαγγέλματα από το Μαξίμου ποιες μετοχές θα έπαιζε ο κόσμος για να βγάλει χρήματα. Κάποιοι εκ των συνομιλητών του υποστηρίζουν μάλιστα πως ακόμη και ο ίδιος ο Σημίτης – πιθανότατα λόγω χαρακτήρα– δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για το φαινόμενο…