Ο θρύλος λέει ότι ο βασιλιάς, πρωθυπουργός και πατέρας της ανεξαρτησίας της Καμπότζης, Νοροντόμ Σιχανούκ, υποστήριζε πως έζησε σε «δύσκολες εποχές για πρίγκιπες», καθώς επί πολλές δεκαετίες η χώρα του ήταν το κλοτσοσκούφι μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, των γειτόνων της και των Ερυθρών Χμερ.

Γράφει ο Νίκος Μποζιονέλος

Σε πολύ λιγότερο… ηρωικές εποχές μπορεί βάσιμα να παραπονιέται κάποιος σήμερα στην Ελλάδα ότι είναι δύσκολες εποχές για δημοσιογράφους και για τα έντυπα και παραδοσιακά ΜΜΕ γενικά. Το βασικό πρόβλημα είναι πως, ως επί το πλείστον, δεν είναι κερδοφόρα οικονομικά, αφενός διότι η ελληνική αγορά είναι μικρή και τα ΜΜΕ πολλά και, αφετέρου, διότι στα χρόνια του διαδικτύου έχει κυριαρχήσει η κουλτούρα του «τζάμπα». Καθώς, μάλιστα, η Ελλάδα βίωσε μια δεκαετή οικονομική κρίση, το πρόβλημα επιβίωσης των ΜΜΕ οξύνθηκε - και δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί.

Συχνά, ΜΜΕ για να επιβιώσουν χρειάζονται συνεχή επιδότηση από τους ιδιοκτήτες τους, τη στήριξη του κράτους και, ειδικότερα για τα κομματικά ΜΜΕ, του κόμματος. Βεβαίως, ένα εύλογο ερώτημα εν έτει 2024 είναι αν υπάρχει νόημα και λόγος να συντηρούνται ΜΜΕ που είναι, ας πούμε, κατευθυνόμενα ή απλά εξυπηρετούν (με συγκεκριμένη «γραμμή») τα συμφέρονται του ιδιοκτήτη. Είναι ξεκάθαρα του κόμματος, το οποίο από τον κρατικό κορβανά, από τα χρήματα που λαμβάνει ετησίως ως επιδότηση από το κράτος, πληρώνει τα Μέσα του. Και τα πληρώνει διότι, για να το πούμε λαϊκά, μπαίνουν… μέσα. Είναι ζημιογόνα.

Βαράνε κανόνι

Ο προ μηνών «δανεισμός» του Στέφανου Κασσελάκη στις εταιρείες «Left Media ΑΕ» και «Αυγή ΑΕ», πέραν των όποιων ερωτημάτων προκάλεσε τότε, επιβεβαίωσε με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο ότι η μοίρα των κομματικών ΜΜΕ είναι προδιαγεγραμμένη. Με τα σημερινά δεδομένα και την επιχορήγηση που έχει λαμβάνειν ο ΣΥΡΙΖΑ για το 2024 δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν οι λειτουργικές ανάγκες του κόμματος, πολλώ δε μάλλον τα λειτουργικά έξοδα των Μέσων στην κατάσταση που είναι σήμερα. Ετσι, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται να «λουστεί» (και) τα όσα έλεγε τόσα χρόνια για τα ιδιωτικά ΜΜΕ και την οικονομική τους βιωσιμότητα: «Οποιος δεν αντέχει, κλείνει».

Νομοτελειακά και ο ραδιοσταθμός «Στο Κόκκινο» και η εφημερίδα «Αυγή» οδηγήθηκαν στην απαξίωση και στο λουκέτο αντίστοιχα. Κυνικά όμως αν το δει κανείς, τούτο βελτιώνει την ποιότητα της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα μας. Τουλάχιστον σύμφωνα με τη μεθοδολογία των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, η οποία βαθμολογεί αρνητικά χώρες όπου «η συντακτική επιτροπή του Μέσου δεν είναι πλήρως ανεξάρτητη», καθώς και χώρες όπου τα ΜΜΕ δεν έχουν «ανεξάρτητη ιδιοκτησία από οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα». Μια μεθοδολογία που έχουν κάνει σημαία στην Κουμουνδούρου εδώ και χρόνια…

 Αποκεφαλισμοί

Στην ιστορία των κοµµάτων της Αριστεράς ένα από τα μεγάλα ζητήματα, όταν προέκυπταν διασπάσεις, ήταν και αυτό της διαχείρισης των κομματικών ΜΜΕ. Κυρίως σε ποια πλευρά ανήκαν, αλλά και τι θα γινόταν µε τους δημοσιογράφους που ήταν απέναντι στην ηγεσία και υποστήριζαν όσους αποχωρούσαν/ διασπούσαν το κόµµα. Οι παλαιότεροι το είχαν ζήσει µε τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1991, µε τους αποχωρήσαντες δημοσιογράφους από τον «Ριζοσπάστη».

Η σχετική συζήτηση επανήλθε και µάλιστα αρκετά έντονα, λόγω των όσων συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες εβδομάδες. Παρότι στην εσωκοµµατική διαδικασία τα ΜΜΕ του κόµµατος και ιδιαίτερα η «Αυγή» προσπάθησαν να κρατήσουν τις απαραίτητες ισορροπίες, η πραγματικότητα είναι πως η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων στην «Αυγή» και στο ραδιόφωνο «Στο Κόκκινο» ήταν πέρυσι υπέρ των Εφης Αχτσιόγλου και Ευκλείδη Τσακαλώτου. Μετά τη νίκη του Στέφανου Κασσελάκη, πρώτος που άνοιξε την πόρτα της παραίτησης ήταν ο (αξιοπρεπέστατος) διευθυντής της «Αυγής», Σπύρος Ραπανάκης, αισθανόµενος πως δεν θα µπορούσε να παραµείνει στη θέση αυτή από τη στιγμή που είχε συγκρουστεί δηµόσια µε τον τότε στενότερο συνεργάτη του κ. Κασσελάκη, τον Παύλο Πολάκη. Ο κ. Ραπανάκης, πάντως, παρουσίασε στοιχεία µε τα οποία αποδείκνυε πως η «Αυγή» τήρησε την απόλυτη ισορροπία µεταξύ των υποψηφίων σε εκείνη την προεκλογική περίοδο.

Και αν στην «Αυγή» τα πράγματα κινήθηκαν ήρεμα για έναν χρόνο, στο ραδιόφωνο η κατάσταση ήταν εντελώς φορτισμένη. Η -νέα τότε- διεύθυνση του σταθμού, υπό τον Αδάµ Γιαννίκο, προχώρησε σε πογκρόμ καρατομήσεων, θέτοντας εµµέσως εκτός ραδιοφώνου δημοσιογράφους που ήταν απέναντι στον κ. Κασσελάκη, µε τον προσφιλή τρόπο της κατάργησης των εκπομπών τους (δημοσιογράφοι Νίκος Σβέρκος, Σπύρος Ραπανάκης, Θεόφιλος Σιχλετίδης και Γιώργος Σµυρλάκης, ενώ στον Ανδρέα Πετρόπουλο ανακοινώθηκε πως θα κάνει εκπομπή µόλις δύο ώρες την εβδομάδα). Ιδού η ελευθερία του Τύπου που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ…

Τι νόημα έχει λοιπόν να συντηρεί ένα κόμμα, που έχει τεράστια οικονομικά προβλήματα, με τον μισό του προϋπολογισμό, κομματικά Μέσα; Να διατηρεί στο κομματικό μισθολόγιο ένα κάρο εργαζομένους που εδώ και μερικές εβδομάδες δεν έχουν στον ήλιο μοίρα; Να προσπαθεί να κρατήσει ένα ραδιόφωνο και μια εφημερίδα που επ’ ουδενί έφεραν έσοδα; Τροφή για σκέψη.