Η θρασύτητα που επέδειξε ο Κασσελάκης στον διοικητή του ΚΕΘΕΑ είναι ενδεικτικό της παντελούς ανικανότητας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να συμπεριφερθεί θεσμικά. Το «δεν σας αναγνωρίζω ούτε πρακτικά ούτε ηθικά εδώ μέσα, μπορείτε να αποχωρήσετε» είναι ακριβώς το ίδιο με την μπαρούφα που είχε εκστομίσει προς την αρμόδια υφυπουργό Παιδείας κατά την επίσκεψή του σε σχολείο: «Δεν την κάλεσε κανείς, ήρθε απρόσκλητη». Και το ακόμη χειρότερο είναι αφού έγιναν ρεζίλι των σκυλιών, θεώρησαν ότι είναι καλή ιδέα να επαναλάβουν την ίδια ακριβώς μπαρούφα: ότι ο διοικητής του ΚΕΘΕΑ εμφανίστηκε απρόσκλητος στο… ΚΕΘΕΑ.
Να ρωτήσει να μάθει
Καλό είναι ο Στ. Κασσελάκης να ενημερωθεί από τους αρμόδιους τομεάρχες του ΣΥΡΙΖΑ για βασικά ζητήματα σε σχέση με το ΚΕΘΕΑ και την κυβέρνηση Τσίπρα, όπως για παράδειγμα, για ποιο λόγο έκρυψε «πόρισμα-σοκ» (του 2018) για τη λειτουργία του οργανισμού και το πώς κατήντησε «πλυντήριο» για την αποφυλάκιση εμπόρων ναρκωτικών. Όπως τονίζεται στην έκθεση, η οποία κατατέθηκε επισήμως στη Βουλή τον Νοέμβριο 2019 από τον Βασίλη Κικίλια, ως μείζον ζήτημα αναδεικνύεται «η έκδοση βεβαιώσεων σε μέλη που παράτυπα εντάχθηκαν στο πρόγραμμα και κυρίως η χρήση νομικών ευεργετημάτων σε μέλη του προγράμματος και απόφοιτους χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα με τη χρήση ουσιών». Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, έφτασε να αμφισβητείται δημόσια η αξία των βεβαιώσεων που εκδίδει το ΚΕΘΕΑ, ενώ γίνεται λόγος και για «παρακύκλωμα» με δικηγόρους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και στελέχη του οργανισμού. Στο πόρισμα γίνεται λόγος για οικονομικές ατασθαλίες, ερωτικές σχέσεις μεταξύ μελών του προσωπικού και του προγράμματος, χρήση παρανόμων ουσιών από εργαζόμενους, κατάχρηση εξουσίας, κλίμα ανασφάλειας, αποφάσεις που δεν προκύπτουν ως αποτέλεσμα των θεσμοθετημένων διαδικασιών, αδιαφάνεια στις συνεργασίες και υποσυστήματα μεταξύ των εργαζομένων. Από την τότε διοίκηση «(…) καταβλήθηκε προσπάθεια να συγκαλυφθούν παραβατικές συμπεριφορές ή δραστηριότητες οριακής νομιμότητας με μια διαδικασία που διατυπωνόταν από στοιχεία ιδιότυπου εφησυχασμού που κατέληγε στο ότι “ό,τι συνέβη τελείωσε… τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας”».