Για ποιον λόγο ψηφίζουμε λοιπόν στις 9 Ιουνίου; Ψηφίζουμε πράγματι για την Ευρώπη και για το ποιοι θα είναι οι Ελληνες που θα μας εκπροσωπήσουν τα επόμενα χρόνια στο Ευρωκοινοβούλιο; Τα ερωτήματα βέβαια δεν είναι ρητορικά, αλλά πραγματικά εφόσον κάποιος ακούσει τα στελέχη της αντιπολίτευσης και ιδίως τον Στέφανο Κασσελάκη από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Νίκο Ανδρουλάκη από το ΠΑΣΟΚ. Διότι και οι δύο –ομού μετά των υποψηφίων ευρωβουλευτών τους– ξεχνούν ότι έχουμε ευρωεκλογές και κάνουν περιοδείες ωσάν να είχαμε για δεύτερη φορά μέσα σε λιγότερο από ένα έτος εθνικές εκλογές.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Κάτι τέτοιο βέβαια, από τη δική τους πλευρά φαντάζει φυσιολογικό δεδομένου ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν ν’ αντιπαρατεθούν στην κυβέρνηση και ν’ αναμετρηθούν οι δύο αρχηγοί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ασχέτως μάλιστα του περιεχομένου των λόγων του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαντασιώνεται, κόντρα στις δημοσκοπήσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών και αναντιστοιχία της λαϊκής βούλησης με την εκπροσώπηση στη Βουλή των Ελλήνων, όπως συχνά ισχυρίζεται. Λησμονώντας ωστόσο ότι με βάση την πολυκομματική εκπροσώπηση και τον εκλογικό νόμο η πλειοψηφία των 158 βουλευτών που διαθέτει η Νέα Δημοκρατία κάθε άλλο παρά αποτυπώνει τη θριαμβευτική νίκη της με 41% και τη διαφορά άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης...
Εξάρσεις τραμπισμού...
Το βέβαιο είναι ένα: μόνο για την Ευρώπη δεν μιλάνε στον δρόμο προς τις ευρωκάλπες ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που επιδίδονται μαζί σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού, με αρκετές μάλιστα εξάρσεις τραμπισμού – ιδίως πάλι από τον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος επενδύει όπως ακριβώς αναδείχθηκε στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στα social media και το lifestyle και όχι στην ουσία της πολιτικής. Δηλαδή, με απουσία ολοκληρωμένων προτάσεων όχι γενικώς για τον τόπο, αλλά (και) ειδικώς για την Ευρώπη και τη θέση της Ελλάδας σε αυτήν. Για τη διεκδίκηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για έργα ανάπτυξης και βαθιές μεταρρυθμίσεις, όπως επιδιώκει τα τελευταία πέντε χρόνια διακυβέρνησής της και σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Νέα Δημοκρατία, προεξάρχοντας ασφαλώς του πρωθυπουργού, ο οποίος, μετά την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της στιβαρής εικόνας της Ελλάδας στην Ευρώπη, επενδύει συστηματικά σε αυτήν τη σχέση.
Οι ευρωεκλογές και ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η προεκλογική περίοδος γίνονται πάντως αφορμή να φανεί για μία ακόμη φορά και η σκληρή πραγματικότητα που αφορά το πολιτικό σύστημα και την ίδια τη χώρα. Οτι, δηλαδή, η απουσία μιας ουσιαστικής, αποτελεσματικής αντιπολίτευσης και μιας δημιουργικής εναλλακτικής πρότασης απέναντι στη Νέα Δημοκρατία κοστίζει εν τέλει στον ίδιο τον τόπο. Δεν βοηθάει το πολιτικό σύστημα να εξελίσσεται και να πηγαίνει μπροστά, αλλά παραμένει σε δύο ταχύτητες – ή σε δύο διαφορετικούς κόσμους, αν προτιμάτε.
Μικροκομματικά κίνητρα
Από τη μία πλευρά βρίσκεται η σοβαρή και στιβαρή κυβερνητική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας και η ουσιαστική πρόταση για μεταρρύθμιση του κράτους, οικονομική ανάπτυξη και ευημερία και βέβαια έναν πρωταγωνιστικό ρόλο για την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αντιπολίτευση σύσσωμη παραμένει μίζερη και καθοδηγείται από μικροκομματικές σκοπιμότητες και κίνητρα ή διαγκωνισμούς για το ποιος έχει το πάνω χέρι π.χ. στον χώρο της Κεντροαριστεράς, όπως πράττουν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αποφεύγει επιδεικτικά να μιλήσει για την Ευρώπη εν όψει των εκλογών της 9ης Ιουλίου, διότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί. Αδυνατούν οι ηγέτες της, δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις ισορροπίες και τις ανάγκες τα στελέχη της. Και όταν πρόκειται ειδικά για την Κεντροαριστερά, το πρόβλημα δεν είναι ασφαλώς μόνο εγχώριο, αλλά και... εισαγόμενο. Διότι οι δυνάμεις της υποχωρούν ή τελούν υπό αμφισβήτηση στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αυτό θα αποτυπωθεί και στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση. Με αποτέλεσμα η αμηχανία που υπάρχει και στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό και η αδυναμία να εκφράσει συγκεκριμένες θέσεις με άξονα την Ευρώπη να οδηγεί και αυτή με τη σειρά της στις τακτικές που ακολουθούν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, τον λαϊκισμό και την τοξικότητα του λόγου και της πολιτικής τους.