Αμέσως μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή στην Κύπρο η τότε ελληνική Κυβέρνηση, με ανακοίνωσή της, κατηγόρησε το ΝΑΤΟ πως αδυνατεί να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του και με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προχώρησε στην αποχώρηση της χώρας μας από το στρατιωτικό σκέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Ένα παράτολμο στρατήγημα που μπορεί να βρει ανάλογο διπλωματικό προηγούμενο μόνον στην απόφαση του -ιδεολογικά ομογάλακτου του Καραμανλή- Γάλλου Προέδρου, στρατηγού Ντε Γκωλ, ο οποίος τον Ιούνιο του 1963 είχε προχωρήσει σε ανάλογη αποχώρηση της Γαλλίας από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, προκειμένου η χώρα του να αποκτήσει αυτονομία στη διαχείριση των πυρηνικών της δυνάμεων. Ήταν η ίδια σκληρή διαπραγματευτική γραμμή που εφάρμοσε λίγα χρόνια αργότερα, πάλι ο Σάρλ Ντε Γκωλ εντός της τότε ΕΟΚ, με την κρίση της «άδειας καρέκλας».

Όμως η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία και για αυτό, όσες φορές τόσο εντός του ΝΑΤΟ όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθετήθηκε –είτε ως αληθής πολιτική κίνηση, είτε ως διαπραγματευτική μπλόφα- η στρατηγική της επαπειλούμενης αποχώρησης, η χώρα μας αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμναν και να επιστρέψει στο τραπέζι και στις καρέκλες των διαπραγματεύσεων με χειρότερες, μάλιστα, από τις αρχικές προύποθέσεις.

Σαρανταεννιά χρόνια πέρασαν από την εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο η οποία, εκτός από τον τραγικό ακρωτηριασμό του Κυπριακού Ελληνισμού σηματοδότησε ουσιαστικά και την πτώση της δικτατορίας της “21ης Απριλίου” –ή μάλλον ακριβέστερα της Ιωαννιδικής μετεξέλιξής της- και την απαρχή της μεταπολίτευσης. Σαρανταεννιά χρόνια πέρασαν από εκείνο το πολιτικά πυκνό και στρατιωτικά ηττημένο καλοκαίρι του 1974 που η κυβέρνηση εθνικής ενότητα, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κλήθηκε να περισώσει ότι μπορούσε από το εθνικό χάος που κατέλειπαν, με τις τραγικές εξελίξει στη Μεγαλόνησο η χουντικοί χειρισμοί.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν αταλάντευτα προσηλωμένος στον δυτικότροπο προσανατολισμό της χώρας μας. Παρόλα αυτά, προκειμένου να ασκήσει ύστατες διπλωματικές πιέσεις και να κατευνάσει τα έντονα αντιαμερικανικά αισθήματα της κοινής γνώμης –η οποία φόρτωνε στον αμερικανικό παράγοντα τόσο την επταετία όσο και την εισβολή του Ετζεβίτ- δεν δίστασε να αποσυνδέσει την Ελλάδα από το επιχειρησιακό άρμα του ΝΑΤΟ. Αντιλαμβανόμενος, όμως ταχέως, πως αυτή του η ενέργεια είχε ελάχιστο αντίκτυπο τριγωνικής διπλωματικής πίεσης των συμμάχων μας στην Τουρκία και πως, τουναντίον, υπονόμευε και την προσπάθειά του για ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ και τις εν γένει αποτρεπτικές δυνατότητες των ενόπλων μας δυνάμεων, προσπάθησε -τάχιστα- να οικοδομήσει συνδέσμους επανόδου της χώρας μας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Μόνον που, όπως και σε κάθε περίπτωση διαπραγματευτικής υπαναχώρησης, οι όροι επιστροφής διαμορφώνονταν -εν προκειμένω και ελέω Τουρκίας- χειρότεροι από το πλαίσιο που ρύθμιζε την προ της αποχωρήσεώς μας συμμαχική επιχειρησιακή ανάπτυξη των ενόπλων μας δυνάμεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Πολλά μάλιστα από τα αμυντικά και διπλωματικά κενά που εμφανίζει μέχρι σήμερα η Εθνική μας Άμυνα στο Αιγαίο έλκουν τις γενεσιουργές των αιτίες από εκείνη την παράτολμη και άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος αποχώρησή μας από τον στρατιωτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ.

Μεσούντων των διαπραγματεύσεων επανένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, λοιπόν, το 1979, ο τότε διευθυντής της CIA φέρεται να ενημερώνει με αναφορά του τον βοηθό Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι για την εκτίμηση του τότε Πρέσβη μας στην Ουάσιγκτον κ. Τζούνη, σύμφωνα με την οποία «η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε αντιληφθεί πόσο αντιδημοφιλής ήταν μεταξύ των ανώτερων διαμορφωτών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής». Πολλά χρόνια μετά, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, ως Καθηγητής Εξωτερικής Πολιτικής ξεκινούσε, στο βιβλίο του «Η δεύτερη Ευκαρία», το κεφάλαιο που αναφέρεται στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, λέγοντας πως «Η νέμεση ακολουθεί κατά πόδας την αλαζονεία». Και φυσικά, στις διαπραγματεύσεις, όπως και στη ζωή, σπάνια υπάρχει δεύτερη ευκαιρία.