Η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, μετά την ακρόαση των κοινωνικών φορέων στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, χαρακτήρισε «γόνιμη, αναλυτική, ουσιαστική» τη διαβούλευση που έγινε μαζί τους, προσθέτοντας ότι «οι προτάσεις τους έχουν ήδη έχουν ενταχθεί» στο νομοσχέδιο για την «ενσωμάτωση ευρωπαϊκής Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς».
«Οι εργαζόμενοι θέλουν να ξέρουν με τι ακριβώς θα αμείβονται. Και αυτό κάνουμε. Εμείς λέμε ότι πρέπει να θεσπίσουμε ένα δίχτυ ασφαλείας 950 ευρώ και από κει και πέρα μακάρι οι κοινωνικοί εταίροι να θεσπίσουν κάτι περισσότερο», τόνισε η κ. Κεραμέως. Εξάλλου, όπως είχε αναφέρει και κατά τη σχετική συζήτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, η προβλεπόμενη διαμόρφωση του κατώτατου «σηματοδοτεί μία αύξηση της τάξης του 46% σε σχέση με τα 650 ευρώ του 2019».
Υπογράμμισε ακόμα ότι «ο μαθηματικός τύπος που εισάγεται είναι χωρίς παρεκκλίσεις και δεσμευτικός για την κυβέρνηση και στη ρύθμιση περιλαμβάνονται όλα τα κριτήρια της Οδηγίας για την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και το επίπεδο μισθών».
Οπως είπε η υπουργός, «ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων αναβαθμίζεται, θα είναι εκτενέστατος και, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα συγκροτηθεί επίσημος διαπραγματευτής στον οποίο θα συμμετέχουν και οι ίδιοι αλλά και τα κοινοβουλευτικά κόμματα». Απέρριψε, δε, κατηγορηματικά αιτιάσεις περί καθιέρωσης μόνιμου κόφτη μισθών, αντιτείνοντας ότι μόνο αυξήσεις προβλέπονται και ρητά απαγορεύεται η μείωσή τους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει και η κ. Κεραμέως, δύο είναι οι οικονομικοί δείκτες που διαμορφώνουν τον κατώτατο μισθό: «Πρώτον, ο πληθωρισμός, άρα όσο αυξάνονται οι τιμές, θα ανεβαίνει και ο κατώτατος μισθός. Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα καλύπτει τον πληθωρισμό για το 20% της χαμηλότερης εισοδηματικής κατηγορίας των συμπολιτών μας. Το δεύτερο στοιχείο είναι η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οσο καλύτερα πηγαίνει η οικονομία, θα αυξάνει επίσης ο κατώτατος μισθός, άρα αυτά τα δύο στοιχεία θα λαμβάνονται υπόψη στον μηχανισμό για την αύξησή του».
Σαφής διχογνωμία
Σε ό,τι αφορά τις τοποθετήσεις των κοινωνικών φορέων, ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, Θανάσης Θανόπουλος, χαρακτήρισε «επιβεβλημένη, κρίσιμη και σωστή τη συμμετοχή της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας στον επιστημονικό διάλογο που προηγήθηκε», ενώ ο Μιχαήλ Αργυρού, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, μίλησε «για ένα απλό σύστημα αλγόριθμου που εφαρμόζεται με επιτυχία πάνω από 50 χρόνια στη Γαλλία», τονίζοντας ότι «εξασφαλίζει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, καθώς η αύξηση των κατώτατων μισθών συνδέεται με κρίσιμους δείκτες της οικονομίας, όπως η ακρίβεια και η αύξηση της παραγωγικότητας».
Σε διαφορετικό μήκος κύματος η άποψη της αντιπροέδρου της ΓΣΕΕ, Σοφίας Καζάκου, η οποία υποστήριξε ότι «δεν εκπληρώνει ούτε τον στόχο της κοινοτικής Οδηγίας ούτε εξασφαλίζει τον κατώτατο μισθό για τους εργαζόμενους, ενώ για τον καθορισμό της αύξησης του κατώτατου μισθού αγνοούνται σημαντικοί κοινωνικοί δείκτες».
Ο επιστημονικός σύμβουλος της ΓΕΣΕΒΕ, Γεώργιος Θανόπουλος, ανέφερε ότι «οι θεσμικοί εταίροι θα έπρεπε να συμμετάσχουν ουσιαστικά στη διαβούλευση, κάτι που δεν έγινε», και συντάχθηκε με την άποψη για «επαναφορά της αρμοδιότητας των κοινωνικών εταίρων για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού».
Ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, Δημήτρης Μπράτης, χαρακτήρισε θετικό ότι «στο νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνεται και η συμμετοχή των δημοσίων υπαλλήλων για επαρκείς αυξήσεις στον κατώτατο μισθό», ωστόσο, όπως είπε, αυτό είναι αδύνατον να επιτευχθεί γιατί δεν υπάρχει ο 13ος και ο 14ος μισθός που έχουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.
Θετική στο νομοσχέδιο δήλωσε η Κατερίνα Δασκαλάκη, διευθύντρια στον τομέα Εργασιακών Σχέσεων του ΣΕΒ, τονίζοντας ότι υπηρετεί τον εθνικό στόχο για ισχυρή ανάπτυξη, υγιή ανταγωνισμό και διασφάλιση των μισθών.
Την αντίθεσή του «στο να ορίζει η κυβέρνηση, με τα δικά της κριτήρια, το ύψος του κατώτατου μισθού των εργαζομένων», δήλωσε ο Γιώργος Χότζογλου, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Επισιτισμό-Τουρισμό.
Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής για την ενσωμάτωση της κοινοτικής Οδηγίας, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «οι κοινωνικοί εταίροι διευκολύνονται να συνάπτουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, εντάσσονται και οι δημόσιοι υπάλληλοι και όχι μόνο οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα στην αύξηση του κατώτατου μισθού, απαγορεύεται η μείωση των μισθών, ενώ ελέγχονται από την ΕΕ τα κριτήρια και η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων».
Για «νομοσχέδιο που σαφέστατα είναι προς σωστή κατεύθυνση και έχει πολλά οφέλη για τους εργαζόμενους», έκανε λόγο ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος, Ιωάννης Σταύρου.