Τα εκλογικά αποτελέσματα μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση δεν είναι μονοδιάστατα. Το ζήσαμε στην Ελλάδα και το βλέπουμε στη μια μετά την άλλη ευρωπαϊκές χώρες. Εχουν δύο διαστάσεις: την πραγματική και την υποκειμενική. Στην πρώτη, η κάλπη δίνει τους αριθμούς επί των οποίων αποφασίζεται η προοπτική διακυβέρνησης μιας χώρας στη βάση της πλειοψηφίας, ενώ στη δεύτερη από την επομένη κιόλας διεξάγεται το παιχνίδι των εντυπώσεων και ξεκινάει η διαχείριση των συναισθημάτων και των προσδοκιών.

Το τέλος ή το προσωρινό διάλειμμα του δικομματισμού κυρίως στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα και εν μέρει στην Ισπανία την Κυριακή, αναδεικνύει το πρώτο κόμμα χωρίς το δεύτερο να έχει υποστεί την ήττα! Επαφίεται, εν ολίγοις, στον δεύτερο να διαχειριστεί συναισθηματικά την ήττα, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και με το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ισπανία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο πρώτος που έχει την ευθύνη να κυβερνήσει δεν κερδίζει: απλώς χάνει ο δεύτερος μια και αυτός έχει τον χρόνο να παρουσιάσει την ήττα ως αποτέλεσμα της αύξησης των ακροδεξιών δυνάμεων! Το πραγματικό και το υποκειμενικό σε μια λεπτή ισορροπία που τίθεται υπό την κρίση του απρόβλεπτου. 

Και μετά ως συνήθως έρχεται η ευφορία: ένα είδος ευφορίας που επικρατούσε εβδομάδες πριν από τις εκλογές στις τάξεις της ισπανικής Κεντροδεξιάς και θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνο σε βάθος χρόνου. Οι θρίαμβοι και οι ιστορικές νίκες ενίοτε δημιουργούν μεγαλύτερες προσδοκίες από τις «απλές» νίκες. Οταν μάλιστα χρειάζεται να βρεις τρόπους να κυβερνήσεις γιατί δεν φθάνουν οι έδρες, τότε τα πράγματα περιπλέκονται. Στην ισπανική περίπτωση η νίκη έστω και με διπλασιασμό των εδρών του Λαϊκού Κόμματος έχει ακριβό τίμημα σύμφωνα με τη σχέση πραγματικού και υποκειμενικού που έχουν πλέον οι εκλογικές αναμετρήσεις. Προφανώς ο Σάντσεθ θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε να κρύψει την ήττα του προβάλλοντας το ενδεχόμενο η Κεντροδεξιά να χρειαστεί τη βοήθεια της εξτρεμιστικής Δεξιάς για να σχηματίσει κυβέρνηση. 

Η επιτυχία ως… «αποτυχία» 

Κάπως έτσι, ή εν προκειμένω ακριβώς έτσι, μια μεγάλη ιστορική επιτυχία καθίσταται στη συνείδηση της κοινής γνώμης «αποτυχία» χάριν της προπαγάνδας της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, ο Σάντσεθ έχει αποτύχει αφού ο πήχης που είχε βάλει απείχε κατά πολύ από τις 176 έδρες που χρειάζεται η αυτοδυναμία στην Ισπανία και όχι ο Φεϊχό που αγγίζει τον επιθυμητό αριθμό και στις προηγούμενες εκλογές το κόμμα του δεν είχε περάσει τις 100 έδρες. Η σοσιαλιστική οπτική ωστόσο έχει καταφέρει να πείσει την κοινή γνώμη να βλέπει ανάποδα την πραγματικότητα: είναι σχετική επιτυχία να αυξάνει η Κεντροδεξιά τα ποσοστά της και το ίδιο η Κεντροαριστερά και η Αριστερά να τα μειώνει. 

Με αυτόν τον παραπλανητικό τρόπο, βοηθούντων και των ΜΜΕ που εστιάζουν περισσότερο στις ερμηνείες παρά στα γεγονότα, η Αριστερά προσπαθεί να αμβλύνει τον αντίκτυπο της ήττας της. Αλλά σε κάθε περίπτωση, έστω και με την πλύση εγκεφάλου, το κόλπο έχει συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης και πάντως πιάνει τις πρώτες μέρες. Εκτός κι αν «βοηθήσει» ο νικητής να κρατήσει περισσότερο, ή –στη χειρότερη περίπτωση– να κάνει ό,τι δεν έπρεπε να κάνει μια κυβέρνηση που πήρε τη λαϊκή εντολή να κυβερνήσει πέρα και έξω από τη σκιά της Κεντροαριστεράς. Γιατί, όπως και να ’χει, μόνο υποκειμενικό δεν είναι ότι οι υπουργοί των σοσιαλιστών και των Ποδέμος από σήμερα φεύγουν και έρχονται οι «άλλοι». Αυτό είναι μια πραγματικότητα που οφείλει να τη διαχειριστεί χωρίς «τύψεις» η Κεντροδεξιά. The end of the day, εν προκειμένω από σήμερα το πρωί, οι εντυπώσεις, τα συναισθήματα, τα τεχνάσματα, οι οφθαλμαπάτες της πρώτης σελίδας και το αφήγημα της ανασύνταξης μέσα από τους αγώνες της εργατικής τάξης, όλα αυτά τα παραμερίζει η πραγματικότητα. Στην Ισπανία υπάρχει νικητής και ηττημένος και οι πολίτες το γνωρίζουν γιατί αυτοί αποφάσισαν. Εκείνο που μένει να αποδειχθεί είναι σε ποιο βαθμό το έχουν συνειδητοποιήσει οι νικητές ότι νίκησαν!