Στον μεγάλο ασθενή της παγκόσμιας οικονομίας αναδεικνύονται οι ΗΠΑ με τις πολιτικές Τραμπ να μην πείθουν ως η θεραπεία που απαιτείται, όπως επισημαίνεται από οικονομικούς αναλυτές.

Ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase, Jamie Dimon, σχολίασε πως δεν μπορούν να αποκλειστούν οι κίνδυνοι η αμερικανική οικονομία να διολισθήσει σε στασιμοπληθωρισμό λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, πιέσεων στις τιμές και ελλειμμάτων.

Μιλώντας σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από την JPMorgan στη Σανγκάη, ο Dimon σημείωσε ότι πιστεύει πως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προσεγγίζει σωστά το τρέχον οικονομικό κλίμα όταν, προκαλώντας την οργή του προέδρου Τραμπ, άφησε τα επιτόκια αμετάβλητα, υιοθετώντας στάση αναμονής όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, καθώς οι αξιωματούχοι αναζητούν περισσότερη σαφήνεια σχετικά με τον αντίκτυπο των σαρωτικών δασμών.

Πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν κάποια ανθεκτικότητα, αν και η Fed έχει επισημάνει κινδύνους από την αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας. Ξεχωριστές έρευνες έχουν δείξει επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος και αυξημένες προσδοκίες για τον πληθωρισμό λόγω των δασμών.

Ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase δήλωσε ότι θα ήθελε να δει περισσότερη «βεβαιότητα» γύρω από ένα τεράστιο πακέτο φόρων και δαπανών που συζητείται αυτή τη στιγμή στο Κογκρέσο επισημαίνοντας ότι οι Αμερικανοί νομοθέτες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το «πρόβλημα του ελλείμματος».

Διογκωμένο χρέος

Η Βουλή των Αντιπροσώπων αναμένεται να διεξαγάγει ψηφοφορία για το «μεγάλο, όμορφο» νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό του Τραμπ, με τους Ρεπουμπλικάνους που βρίσκονται στην εξουσία να ελπίζουν να ξεπεράσουν τις ημέρες εσωτερικών διαφωνιών.

Παράλληλα με την παράταση των φορολογικών περικοπών του 2017, η νομοθεσία θα μειώσει τους φόρους που επιβάλλονται στα φιλοδωρήματα και τα δάνεια αυτοκινήτων, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχύσει τις δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια των συνόρων. Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται επίσης μειώσεις σε βασικά προγράμματα τροφίμων και υγείας για Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα.

Αμερόληπτοι αναλυτές έχουν δηλώσει ότι οι αλλαγές θα προσθέσουν μεταξύ 3 και 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο χρέος των ΗΠΑ, που ανέρχεται σε 36,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, κάτι που έχει προκαλέσει ανησυχία μεταξύ οικονομολόγων και πιστωτικών οργανισμών όπως η Moody’s, η οποία πρόσφατα υποβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας –αφαιρώντας την τέλεια βαθμολογία που κατείχε από το 1917– εν μέσω φόβων ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν θα συμβαδίσει με την αύξηση του χρέους και των πληρωμών τόκων.

Οι οικονομολόγοι έχουν επικρίνει τα σχέδια για τη μείωση του εθνικού χρέους χαρακτηρίζοντάς τα ανεπαρκή και καθυστερημένα.

Ο Τραμπ και οι υπουργοί του δεν αγνοούν το ζήτημα, με τον Αμερικανό πρόεδρο να έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να αποπληρωθεί με τα κεφάλαια από το πρόγραμμα βίζας «χρυσής κάρτας», ενώ το κυρίαρχο μήνυμα από το DOGE (υπουργείο Αποδοτικότητας της Κυβέρνησης) ήταν η αποτελεσματικότητα και η μείωση του κόστους.

Η κυβέρνηση Τραμπ υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο θα βοηθήσει στην εξισορρόπηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και ότι η επέκταση των φορολογικών περικοπών θα αυξήσει το βραχυπρόθεσμο πραγματικό ΑΕΠ κατά 3,3% έως 3,8% και το μακροπρόθεσμο πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,6% έως 3,2%.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου διαφωνεί. Στην έκθεση Απριλίου, η ανεξάρτητη οργάνωση αναλυτών δήλωσε ότι εάν οι διατάξεις του φορολογικού νόμου του 2017 παραταθούν, μειώνοντας έτσι τα φορολογικά έσοδα, και χωρίς άλλες αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική, το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 220% του ΑΕΠ έως το 2025. Αυτό θα ήταν 63 μονάδες υψηλότερο από τις μακροπρόθεσμες βασικές προβλέψεις χωρίς τις περικοπές.

Η αναπληρώτρια διευθύνουσα σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Γκίτα Γκόπιναθ, σε συνέντευξή της στους «Financial Times», δήλωσε ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα των ΗΠΑ είναι πολύ μεγάλα και ότι η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει το «συνεχώς αυξανόμενο» βάρος του χρέους της.

Οπως σημείωσε, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να επηρεάζονται από «πολύ αυξημένη» αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική, παρά τις θετικές εξελίξεις, όπως η άρση των δασμών από την Κίνα από την κυβέρνηση Τραμπ και η σύναψη οικονομικής συμφωνίας ΗΠΑ-Ηνωμένου Βασιλείου.

«Καμπανάκι» από ΔΝΤ

Τον Απρίλιο, το ΔΝΤ μείωσε τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη των ΗΠΑ, όπως και των περισσότερων άλλων χωρών, λόγω του αντίκτυπου των αμερικανικών δασμών, προειδοποιώντας παράλληλα ότι οι περαιτέρω εμπορικές εντάσεις θα επιβραδύνουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη.

Το CFRB (ανεξάρτητος φορέας για τα οικονομικά) προέβλεψε ότι οι ΗΠΑ θα πληρώσουν σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε τόκους για το εθνικό τους χρέος το 2025, ποσό σχεδόν τριπλάσιο σε σύγκριση με το 2020 και μεγαλύτερο ακόμη και από τον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας, ο οποίος ανέρχεται στα 850 δισεκατομμύρια δολάρια, τον υψηλότερο παγκοσμίως, με την πρόεδρό του, Maya MacGuineas, να σχολιάζει ότι «δυστυχώς, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι με την πάροδο του χρόνου θα υπονομεύσει τον ρόλο μας ως υπερδύναμη, όπως έχει κάνει με άλλες χώρες στο παρελθόν».