Δύο 24ωρα πριν ανοίξουν οι κάλπες των εθνικών εκλογών του 2023, και συγκεκριμένα στις 19 Μαΐου, παρουσιαζόταν η αποκαλούμενη «δημοσκόπηση των δημοσκοπήσεων», μια καταγραφή του συνόλου των μετρήσεων κοινής γνώμης που είχαν πραγματοποιηθεί από οκτώ εταιρείες.

Η μέση πρόθεση ψήφου, δηλαδή ο μέσος όρος από τα δεδομένα των δημοσκοπικών αυτών εταιρειών, έδινε στη ΝΔ 31,7%, στον τότε ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα25,6% και στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ του Νίκου Ανδρουλάκη 8,7%. Το τι τελικά συνέβη και στις εκλογές του Μαΐου και σε αυτές του Ιουνίου του ίδιου έτους το γνωρίζουμε όλοι.

Έχει σημασία τι έγινε τότε και έχει σχέση με το τι θα γίνει στις επόμενες εκλογές; Ίσως όχι, αφού οι καταστάσεις αλλάζουν, νέοι παράγοντες επηρεάζουν και σίγουρα τον τελευταίο λόγο έχουν οι πολίτες και αν θα προσέλθουν στις κάλπες κρίνοντας και συγκρίνοντας πολιτικές και παραγόμενο έργο ή αν θα επιλέξουν μια αρνητική ψήφο προς την κυβέρνηση που με τα σημερινά δεδομένα οδηγεί στο... πουθενά.

Το τριήμερο από Παρασκευή μέχρι Κυριακή είδαν το φως της δημοσιότητας τέσσερις ή πέντε δημοσκοπήσεις που συγκλίνουν στα ίδια στοιχεία. Ότι η κυβερνώσα παράταξη κινείται στο 30% –περίπου όσο και τον Μάιο του 2023 δηλαδή– με διαφορά 16 ποσοστιαίων μονάδων από το ΠΑΣΟΚ που δείχνει, δημοσκοπικά, εγκλωβισμένο μεταξύ 13% και 13,7%.

Στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταγράφει διαφορές με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς της τάξεως των 20 ποσοστιαίων μονάδων. Η δε κυβέρνηση εμφανίζεται να έχει το αβαντάζ της διαχείρισης κρίσεων χωρίς και αυτό να σημαίνει ότι δεν καταγράφει φθορά από λάθη και παραλείψεις και κυρίως από το θέμα της ακρίβειας.

Οι εξελίξεις στα ενεργειακά έδωσαν πόντους στην κυβέρνηση και τη ΝΔ, γεγονός που δείχνει ότι οι θετικές ειδήσεις και κυρίως η ολοκλήρωση σχεδίων που συμβάλλουν στην αναβάθμιση της χώρας και στη δημιουργία προοπτικής –όπως συνέβη με τον τομέα της ενέργειας και τις συμφωνίες που υπεγράφησαν– ικανοποιούν ένα κοινό που τηρεί στάση αναμονής έχοντας μεταφερθεί στη λεγόμενη γκρίζα ζώνη των δημοσκοπήσεων.

Με απλά λόγια, η σύγκριση ως προς τις δημοσκοπήσεις καταρρίπτει το αφήγημα που έχει στηθεί και θέλει τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη να αδυνατεί να κερδίσει το στοίχημα της αυτοδυναμίας. Ούτε εύκολο είναι ούτε και σίγουρο. Όμως είναι ανοιχτό και εξαρτάται από την ίδια την κυβέρνηση που αντίπαλός της είναι η καταστροφολογία και η τοξικότητα και όχι ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα ενός κόμματος.

Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων δείχνουν και κάτι ακόμη. Ότι η προσπάθεια να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που θα καθηλώσουν το κυβερνών κόμμα σε ένα ποσοστό της τάξεως του 25% δεν υπάρχουν. Δηλαδή το αφήγημα ότι η ΝΔ στις επόμενες εθνικές εκλογές δεν θα έχει τη δυνατότητα, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση, να λάβει και το κυμαινόμενο μπόνους μάλλον δεν δείχνει να πείθει. Όσο και αν κάποιοι το καλλιεργούν στο πλαίσιο της δημιουργίας αρνητικού κλίματος.

Οι δημοσκοπήσεις παραμένουν εργαλεία και δεν είναι... κάλπες. Έχουν όμως χρήσιμα στοιχεία. Ναι, έχουν πέσει έξω και στη χώρα μας και αλλού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξετάζονται και να λαμβάνονται υπ’ όψιν ανάλογα με το αν εξυπηρετούν ή όχι τα κόμματα και τους εκάστοτε πολιτικούς αρχηγούς.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».