Το πολιτικό σκηνικό της χώρας βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο από τις διπλές εκλογές του 2023 και έπειτα. Μέσα σε αυτά τα δυόμισι χρόνια κόμματα έχουν ανέβει και κατέβει δημοσκοπικά, άλλα έχουν εξαφανιστεί, νέα έχουν δημιουργηθεί, ενώ άλλα άλλαξαν αρχηγό.

Πλέον βρισκόμαστε σε μια περίοδο δημοσκοπικής σταθερότητας καθώς εδώ και μήνες οι δημοσκοπήσεις των περισσότερων εταιρειών δείχνουν μια συγκεκριμένη εικόνα της εγχώριας εκλογικής αγοράς. Η Νέα Δημοκρατία φλερτάρει ξανά με το 30%, το ΠΑΣΟΚ σε χαμηλά για αξιωματική αντιπολίτευση ποσοστά, η Ελληνική Λύση έχει προσπεράσει το διψήφιο ποσοστό, το ΚΚΕ δείχνει σταθερότητα, ενώ το μπαλόνι της Πλεύσης Ελευθερίας συνεχώς ξεφουσκώνει.

Στην ουρά του εκλογικού σκηνικού δίνεται μεγάλη μάχη με πέντε κόμματα να παλεύουν για την είσοδο στη Βουλή και ένα να θεωρείται σίγουρα εκτός (Νέα Αριστερά). Η αναφορά του πρωθυπουργού σε πρόσφατη συνέντευξή του πως δεν θα αλλάξουν ούτε οι κανόνες του παιχνιδιού (εκλογικό σύστημα) αλλά ούτε και ο χρόνος που θα διεξαχθούν, ενισχύει αυτή τη σταθερότητα καθώς μειώνει την αβεβαιότητα.

Μένει όμως μια βασική παράμετρος, η οποία, εάν αλλάξει, τότε η επιφάνεια του νερού της εκλογικής λίμνης θα πάψει να είναι ήρεμη. Αυτή δεν είναι άλλη από τους τελικούς παίκτες του εκλογικού παιχνιδιού. Οχι μόνο τον αριθμό τους, αλλά και το ποιοι θα είναι αυτοί. Από τον αριθμό και το είδος των αλλαγών που θα συμβούν το σημερινό σκηνικό μπορεί να αλλάξει από ελάχιστα έως και παρα πολύ.

Ήδη έχουμε τρία θεωρητικά κόμματα να μετρούνται ξεχωριστά σε δημοσκοπήσεις. Τα θεωρητικά κόμματα των δύο πρώην πρωθυπουργών (Σαμαρά, Τσίπρα) και το θεωρητικό κόμμα της κυρίας Καρυστιανού. Παράλληλα, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πως δεν θα δημιουργηθεί και κάποιο κόμμα το οποίο θα στηρίζεται εμμέσως από τον Κασιδιάρη, όπως οι Σπαρτιάτες το 2023.

Αυτή η αβεβαιότητα των τελικών παικτών κάνει κάθε πρόβλεψη για το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει με μαντεψιά. Το ποιοι τελικά θα κάνουν κόμμα, πότε, μέσα σε τι πλαίσιο, με ποιους συνεργάτες και με ποιο αφήγημα θα επιλέξουν να πορευτούν, θα κρίνει κατά κύριο λόγο τον τρόπο με τον οποίο θα επηρεαστεί το πολιτικό σκηνικό, και το πώς θα οδηγηθούμε στις εκλογές του 2027.