Τα ξενοδοχεία και άλλες επιχειρήσεις του Ντόναλντ Τραμπ έλαβαν περισσότερα από 7,8 εκατ. δολάρια από 20 χώρες, ανάμεσά τους η Κίνα και η Σαουδική Αραβία, όταν εκείνος ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, κατά παράβαση του αμερικανικού Συντάγματος, σύμφωνα με έκθεση των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο.

Η έκθεση με τίτλο: «Ο Λευκός Οίκος προς πώληση» βασίστηκε στα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την λογιστική εταιρεία που διαχειριζόταν στο παρελθόν την περιουσία του Τραμπ έπειτα από δικαστική διαμάχη.

Με βάση την έκθεση, αξιωματούχοι από 20 χώρες – ανάμεσά τους η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό—κατέβαλαν το 2017 και το 2018 χρήματα σε τέσσερις ιδιοκτησίες του Τραμπ και της οικογενειακής επιχείρησης Trump Organization.

«Όταν ήταν πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ δέχθηκε περισσότερα από 7,8 εκατ. δολάρια από ξένα κράτη και τους ηγέτες τους, ανάμεσά τους κάποια από τα πιο ανήθικα καθεστώτα του κόσμου», καταγγέλλεται στην έκθεση, η οποία κατηγορεί τον πρώην πρόεδρο ότι «είδε να περνά από τα χέρια του» ένα μέρος των χρημάτων αυτών.

Οι τέσσερις ιδιοκτησίες, που αναφέρονται στην έκθεση, είναι τα γραφεία και τα διαμερίσματα του Πύργου Τραμπ, ενός εμβληματικού ουρανοξύστη στην 5η Λεωφόρο του Μανχάταν, και ξενοδοχεία και διαμερίσματα στη Νέα Υόρκη, το Λας Βέγκας και την Ουάσινγκτον.

Για παράδειγμα η κρατική κινεζική τράπεζα ICBC ενοικίαζε γραφεία στον Πύργο Τραμπ, με το Πεκίνο να καταβάλλει συνολικά 5,5 εκατ. δολάρια σε εταιρεία του πρώην προέδρου των ΗΠΑ. «Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ παραβίασε το Σύνταγμα όταν οι εταιρείες του δέχθηκαν αυτά τα χρήματα χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου», κατήγγειλαν οι Δημοκρατικοί.  Και «η Σαουδική Αραβία κατέβαλε τουλάχιστον 615.422 δολάρια σε εταιρείες του πρώην προέδρου Τραμπ, όταν αυτός βρισκόταν ακόμη στο αξίωμα», πρόσθεσαν.

Το αμερικανικό Σύνταγμα απαγορεύει σε εν ενεργεία πρόεδρο -αλλά και σε οποιοδήποτε δημόσιο λειτουργό και υπουργό- να δέχεται δώρα ή χρήματα από ξένες κυβερνήσεις χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου.

Ο πρώην επιχειρηματίας, που είναι εκ νέου υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων και είναι πιθανό να βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με τον Τζο Μπάιντεν στις εκλογές του Νοεμβρίου, είναι αντιμέτωπος με ερωτηματικά και επικρίσεις για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες από το 2017, όταν ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ. Τότε είχε θέσει τους γιους του επικεφαλής των εταιρειών του, αλλά διατήρησε τον έλεγχό τους.

Οι Δημοκρατικοί εξήγησαν ότι τα ευρήματά τους περιορίζονται στα δύο πρώτα χρόνια της προεδρίας του Τραμπ και σε τέσσερις ιδιοκτησίες του, εκτιμώντας ότι οι αποκαλύψεις αφορούν μόνο ένα μέρος των χρημάτων που κέρδισε ο πρώην πρόεδρος από ξένες κυβερνήσεις όσο βρισκόταν στον Λευκό Οίκο.

Το 2022 οι Δημοκρατικοί έχασαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων την ώρα που κοινοβουλευτική επιτροπή ερευνούσε τυχόν παρατυπίες του Τραμπ και αναγκάστηκαν να τερματίσουν την έρευνα καθώς δεν μπορούσαν πλέον να πιέσουν για την αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών του.