Έχω δουλέψει σε εφημερίδες που έκλεισαν, έχω ζήσει επί μήνες απλήρωτη με υποσχέσεις «σήμερα-αύριο θα πληρωθείς», έχω βρεθεί μια νύχτα στον δρόμο χωρίς δεκάρα τσακιστή, έχω μείνει στα αζήτητα επί μακρόν εκεί στη φοβερή δεκαετία της κρίσης που μας πρότειναν δουλειά αλλά χωρίς μεροκάματο, έχω κλάψει για συναδέλφους που δεν άντεξαν την κατάρρευση, έχω καταπιεί το δηλητήριο κάθε φορά που άκουσα ότι είμαι «αλήτης ρουφιάνος», έχω να πω πολλά και για τα εμετικά πρωτοσέλιδα των κομματικών οργάνων τον καιρό που έμπαινε λουκέτο σε «συστημικά» μέσα.

Ας είναι… Πάντα θα νιώθω τον ίδιο κόμπο στον λαιμό όταν χάνει κάποιος το ψωμί του – οποιοσδήποτε κι αν είναι. Την «Αυγή» δεν τη διάβαζα πια, δεν είχε απομείνει τίποτα από όσα την κατέστησαν ιστορική, ένα θλιβερό απολειφάδι αλλοτινών εποχών ήταν τελευταία. Σήμερα όσοι ακούν τα ονόματα εκείνων που κόσμησαν τις σελίδες της στα χρόνια ανάμεσα ή δεν τα έχουν ξανακούσει ή κάποια μπορεί να είναι η πινακίδα στο σοκάκι της πολυκατοικίας τους…

Ας κλάψουμε σήμερα ο καθένας για τον καημό του, για όλα τα σαββατόβραδα που τρέξαμε στην Ομόνοια να πάρουμε εφημερίδες φρεσκοτυπωμένες που άφηναν μελάνι στα δάχτυλα κι εκείνη την αψάδα που χτύπαγε στα ρουθούνια – γενικώς η εποχή προσφέρεται για γοερά γέλια…