Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν κάτι που δεν εξηγείται πολιτικά, μόνο ψυχολογικά. Ο ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει πως θα ψήφιζε κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.

Ο ίδιος ψηφοφόρος που τον εγκατέλειψε, τον αμφισβήτησε, ύστερα πίστεψε στον Κασσελάκη, μετά τον κατήργησε και τώρα τον νοσταλγεί. Μέσα σε δυο χρόνια, οι διαθέσεις αλλάζουν με ρυθμό που ούτε οι δημοσκόποι δεν προλαβαίνουν να μετρήσουν. Δεν είναι εκλογική συμπεριφορά. Είναι συναισθηματική ταλάντωση, με τη μορφή πολιτικής κρίσης ταυτότητας.

Η Αριστερά ζει σε μια κατάσταση συλλογικής απώλειας. Σαν να πενθεί ακόμη τη χαμένη της εξουσία, προσπαθεί να την ξαναζήσει μέσα από μισοκαμένες φιγούρες και φαντάσματα ηγετών. Οι οπαδοί της, κουρασμένοι αλλά αμετανόητοι, δεν ψάχνουν πλέον πολιτική πρόταση· ψάχνουν μια συναισθηματική παρηγοριά. Θέλουν να πιστέψουν ότι κάποτε είχαν δίκιο, κι ας μην το θυμούνται πια γιατί.

Οι εσωκομματικές συγκρούσεις, οι προσωπικές φιλοδοξίες και η διαρκής αλλαγή ρόλων έχουν μετατρέψει την Αριστερά σε ένα είδος πολιτικού reality. Κάθε νέα ηγεσία υπόσχεται «επανεκκίνηση», αλλά στην πράξη είναι απλώς ένα καινούργιο επεισόδιο της ίδιας κουραστικής σειράς. Οι πρωταγωνιστές αλλάζουν, το σενάριο μένει ίδιο. Η παράταξη που μιλούσε για “ελπίδα” έχει μετατραπεί σε διαρκή ανακύκλωση απογοήτευσης.

Κάποτε, η Αριστερά κατηγορούσε την κοινωνία ότι δεν την καταλαβαίνει. Τώρα, φαίνεται πως ούτε η ίδια καταλαβαίνει τον εαυτό της. Οι ψηφοφόροι της περιφέρονται ανάμεσα σε πολιτικούς σωτήρες, λες και ψάχνουν γιατρό της ψυχής τους, όχι εκπρόσωπο των ιδεών τους. Κι έτσι, οι δημοσκοπήσεις δεν μετρούν πια προθέσεις ψήφου, αλλά επίπεδα απελπισίας.

Ο επίλογος είναι σκληρός αλλά αναπόφευκτος: δεν υπάρχει πια Αριστερά που να οραματίζεται. Υπάρχει μόνο μια παράταξη που αναπολεί. Ένα κόμμα που μιλά για το μέλλον με τα μάτια καρφωμένα στο παρελθόν. Και οπαδοί που, αντί να αναρωτηθούν πώς θα αλλάξουν τη χώρα, ψάχνουν απλώς ποιος θα τους παρηγορήσει πρώτος.