Υπάρχουν δύο τρόποι για να κερδίσει κάποιος τις εκλογές. Ο πρώτος είναι να παρατάξει τα «όπλα» του και να στηριχθεί αφενός στα πεπραγμένα του, αφετέρου στο σχέδιό του για την επόμενη μέρα. Ο δεύτερος είναι να στραφεί εναντίον του αντιπάλου και να εγείρει αρνητικά ένστικτα στο εκλογικό σώμα, ακολουθώντας τη λογική της λεγόμενης αρνητικής ψήφου. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, η αρνητική ψήφος προϋποθέτει την αδυναμία αυτού που κυβερνά ή προηγείται στις δημοσκοπήσεις να αρθρώσει σοβαρό λόγο ή να επιδείξει ένα σοβαρό κυβερνητικό έργο.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Με αυτά τα δεδομένα είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι στις εκλογές της 21ης Μαΐου ο μεν ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας επενδύουν στην αρνητική ψήφο, ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία επικεντρώνουν στη θετική ατζέντα. Ητοι, στα πεπραγμένα της πρώτης τετραετίας και κυρίως σε όσα σχεδιάζουν για τη δεύτερη τετραετία, ολοκληρώνοντας, όπως λέει και ο πρωθυπουργός στις προεκλογικές ομιλίες του, το μεταρρυθμιστικό έργο.
Επικοινωνιακά τερτίπια
Και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον πως, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, η πλειονότητα των πολιτών δεν θέλγεται από τα επικοινωνιακά τερτίπια του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ και την αρνητική ψήφο, αλλά αντιθέτως γοητεύεται από τις εξαγγελίες Μητσοτάκη και επιβραβεύει το έργο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, απαντώντας πως αξίζουν μια δεύτερη θητεία.
Ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία καταθέτουν έτσι συγκεκριμένες και κοστολογημένες προτάσεις, αρκετές εκ των οποίων είναι και εξειδικευμένες, όπως, για παράδειγμα, η μείωση του ΕΝΦΙΑ για όσους ασφαλίσουν την ακίνητη περιουσία τους απέναντι σε κινδύνους. Από την άλλη πλευρά, ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ προχωρούν σε μια πλειοδοσία παροχών που στην πραγματικότητα δεν κοστίζουν... τίποτα, από τη στιγμή που μάλλον και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να κερδίσουν τις εκλογές και να κληθούν να εφαρμόσουν ως κυβέρνηση αυτό το πρόγραμμα.
Θα έλεγε κάποιος ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει το περίφημο «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» του 2012 και του 2015, το οποίο εάν εφαρμοστεί κοστίζει πολλά δισ. ευρώ που δεν υπάρχουν στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ αρκετές από αυτές τις εξαγγελίες δεν είναι εφαρμόσιμες στην πράξη – όπως, για παράδειγμα, η διαγραφή οφειλών από δάνεια ή η κρατικοποίηση της ΔΕΗ.
Εξάλλου οι παλινωδίες εκ μέρους της Κουμουνδούρου και της ηγετικής ομάδας της σε ό,τι αφορά τις συνεργασίες ή την περίφημη κυβέρνηση μειοψηφίας (ή ανοχής) και τα παιχνίδια τύπου... Βαρουφάκη με τα «τοπικά νομίσματα» δείχνουν ότι στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ στερείται σοβαρού σχεδίου.
Πρόγραμμα με απαντήσεις
Από την άλλη πλευρά, το «γαλάζιο» επιτελείο της Πειραιώς αντιπαραθέτει ένα πρόγραμμα που έχει απαντήσεις στα περισσότερα ερωτήματα, αλλά κυρίως βασίζεται στα όσα έγιναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και μάλιστα μέσα σε ένα περιβάλλον κρίσης που είχε πολλές εκφάνσεις, με τον κ. Μητσοτάκη να δίνει συνειδητά και όχι μόνο για επικοινωνιακούς λόγους έμφαση στη θετική ατζέντα, που εστιάζει με τη σειρά της στο κράτος του μέλλοντος: ψηφιοποίηση, επενδύσεις, ανάπτυξη κ.ά.
Αντίστοιχη εικόνα αποπνέουν και οι καμπάνιες των δύο κομμάτων εν όψει της κάλπης. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή έπαιξε τα ρέστα του στην αρνητική διαφήμιση, μιλώντας π.χ. για «καθεστώς Μητσοτάκη» και συνθήματα όπως «δικαιοσύνη παντού», ζητώντας ουσιαστικά από τους πολίτες να διώξουν την κυβέρνηση.
Η Νέα Δημοκρατία είχε ωστόσο να αντιπαραθέσει αντίστοιχα με τις θέσεις της μια καθαρή καμπάνια με θετικά μηνύματα, η οποία εστιάζει στο μέλλον και στα επόμενα βήματα, όπως μαρτυρά και το κεντρικό της σύνθημα: «Σταθερά, τολμηρά, μπροστά». Ιδίως δε η τελευταία λέξη, η οποία παραπέμπει ευθέως στο αύριο και σε όσα οραματίζεται ο κ. Μητσοτάκης για τη δεύτερη τετραετία της Νέας Δημοκρατίας και γι’ αυτό φαίνεται να τον επιβραβεύουν οι πολίτες.