Όπου κι αν κοιτάξει κάποιος στο Δυτικό κόσμο θα παρατηρήσει ότι τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς είναι σε παρακμή και σε ελάχιστες χώρες κυβερνούν, όπου ακόμα και σε αυτές σε αρκετές περιπτώσεις τα ποσοστά τους είναι χαμηλά στις δημοσκοπήσεις. Έτσι γεννάται το ερώτημα, σε μια εποχή με τόσες πολλές ανισότητες, κοινωνικές και οικονομικές, με την ψαλίδα του πλούτου να έχει ανοίξει τόσο όπου ένα άτομο να έχει μεγαλύτερη περιουσία από ένα κράτος, ή πολλά κράτη μαζί, πως η Αριστερά και κυρίως η Σοσιαλδημοκρατία είναι σχεδόν ανύπαρκτη στα κοινωνικά πράγματα;
Όπως είχε πει η Έφη Αχτσιόγλου «η κανονικότητα δεν είναι ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά» και πράγματι η Αριστερά ανέκαθεν πρωταγωνιστούσε στις κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις και είχε αφήγημα και θέσεις, ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με αυτές. Η Αριστερά στις μέρες μας όμως δεν πρωταγωνιστεί πολιτικά γιατί διέρχεται ιδεολογική κρίση ταυτότητας και κινείται μπερδεμένα ανάμεσα σε τρεις κατευθύνσεις: 1) στο παραδοσιακό σοσιαλισμό, 2) το Τρίτο Δρόμο του Anthony Giddens και 3) τον μεταμοντερνισμό. Αυτό δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα γιατί δεν υπάρχει ενιαίο αφήγημα και πολλές φορές οι κατευθύνσεις αυτές συγκρούονται μεταξύ τους.
Η Αριστερά λοιπόν πρέπει να αφήσει αρκετά κεφάλαια της ιστορίας της στο παρελθόν, όπου ανήκουν, και να επαναπροσδιορίσει όρους και έννοιες, όπως η εργατική τάξη, η οποία ήταν «άλλη» το 1924 και «άλλη» είναι το 2024, όπου οι περισσότεροι πια δεν είναι εργάτες αλλά επαγγελματίες με πτυχία. Μια τέτοια στροφή είχε κάνει ξανά πετυχημένα τη δεκαετία του ‘90 και του 2000 και κυβερνούσε στις περισσότερες χώρες του Δυτικού κόσμου μέχρι την οικονομική κρίση του 2008. Αυτή η στροφή ήταν ο «Τρίτος Δρόμος» όπου με λίγα λόγια αγκάλιασε χαρακτηριστικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού και των αγορών δίνοντας έμφαση στο ρόλο του κοινωνικού κράτους.
Σήμερα, όμως, η Αριστερά κινείται στα άκρα, δίνοντας έμφαση σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, το μεταναστευτικό και τα identity politics, με ζητήματα που αφορούν μειοψηφίες για αυτό τα περισσότερα Αριστερά και Κεντροαριστερά κόμματα συγκεντρώνουν χαμηλά ποσοστά. Έχοντας απομακρυνθεί από την οικονομία και τα πραγματικά προβλήματα που χρειάζονται ρεαλιστικές και πρακτικές λύσεις, οι ψηφοφόροι επιλέγουν κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς καθώς αυτά έχουν καλύψει το κενό που άφησε η Αριστερά και η Κεντροαριστερά και ανταποκρίνονται καλύτερα στις προκλήσεις.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και στους νέους ηλικιακά, που παραδοσιακά κινούνταν πιο πολύ στο χώρο της Αριστεράς, ακόμα και σε χώρες όπου αυτή έχει παράδοση. Μεταξύ άλλων το 2022 στη Σουηδία το λαϊκίστικο κόμμα Sweden Democrats πήρε 22% σε ψηφοφόρους ηλικιών μεταξύ 18-21 από 12% το 2018, στις γερμανικές εκλογές του 2021 το πιο δημοφιλές κόμμα για αυτούς που ψηφίζανε πρώτη φορά ήταν το FDP (Φιλελεύθεροι), στην Ιταλία το πιο δημοφιλές κόμμα μεταξύ των ηλικιών 18-21 είναι της Giorgia Meloni με 23% και δεύτερο η Λέγκα με 22% και στη Φινλανδία το Finns Party ήταν το πιο δημοφιλές κόμμα μεταξύ των ηλικιών 18-29 με 26%.
Τώρα η Αριστερά πρέπει να επανέλθει στη πραγματικότητα, να προσαρμοστεί σε αυτή, να ακούσει τη κοινωνία, και να χαράξει ένα «Τέταρτο Δρόμο», ο οποίος θα είναι πατριωτικός και θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και τις ανησυχίες της κοινωνίας. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει ήδη σε κάποιες περιπτώσεις αριστερών κομμάτων όπως στη Δανία με τους αυστηρούς νόμους για το μεταναστευτικό και στη Μεγάλη Βρετανία με τον Keir Starmer τον ηγέτη των Εργατικών να δηλώνει προσφάτως πως θέλει να μειώσει τη μετανάστευση και να δώσει κίνητρα στις επιχειρήσεις να εκπαιδεύσει Βρετανούς εργαζομένους αντί να προσλαμβάνουν από το εξωτερικό.
Χρειάζεται λοιπόν μια «καινούρια» Σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικά και οικονομικά φιλελεύθερη, απεγκλωβισμένη από έννοιες του παρελθόντος που δεν έχουν καμία ισχύ στις μέρες μας και με ξεκάθαρες και πρακτικές προτάσεις χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις σε μια σειρά θεμάτων που απασχολούν πραγματικά τη κοινωνία όπως η οικονομία, η ασφάλεια και οι νέες τεχνολογίες που θα αλλάξουν ριζικά τις ζωές στο μέλλον σε όλα τα επίπεδα.