Ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) αποτελεί έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς διαχείρισης και διανομής των ευρωπαϊκών αγροτικών επιδοτήσεων στην Ελλάδα.

Το «σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ» δεν είναι ένα ενιαίο περιστατικό, αλλά μάλλον ένα πλέγμα κατηγοριών και καταγγελιών που αναδεικνύουν προβλήματα διαχείρισης, αδιαφάνειας και ενίοτε διασπάθισης δημόσιου και κοινοτικού χρήματος.

Κεντρικά σημεία του σκανδάλου αφορούν:
-Καταβολές επιδοτήσεων σε μη επιλέξιμες εκτάσεις.
-Πληρωμές σε «φανταστικούς» αγρότες ή χωρίς επαρκείς ελέγχους.
-Αναθέσεις έργων πληροφορικής και υπηρεσιών με αδιαφανείς διαδικασίες.
-Καθυστερήσεις και γραφειοκρατία που υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη των αγροτών προς τον θεσμό.

Οι υποψίες για κακοδιαχείριση και οι φωνές για «πάρτι» στα κονδύλια του ΟΠΕΚΕΠΕ προϋπήρχαν της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συνεχίστηκαν και μεγιστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 2015-2019 παρά τις υποσχέσεις για «κάθαρση» και διαφάνεια.

Κατά τη διακυβέρνησή του, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε με την ευθύνη να διαχειριστεί έναν οργανισμό προβληματικό, με χρόνιες παθογένειες και κληρονομημένες πελατειακές πρακτικές. Ωστόσο οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον ΟΠΕΚΕΠΕ προκάλεσαν πληθώρα αντιδράσεων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προώθησε κάποιες αλλαγές στη διοίκηση και την ηλεκτρονική διαχείριση του οργανισμού. Προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει τα κριτήρια επιλεξιμότητας και να ενισχύσει τους ελέγχους. Ωστόσο η αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων αμφισβητήθηκε στο έπακρο από σειρά παραγόντων –όχι μόνο της πολιτικής– που γνωρίζουν καλά τον αγροτικό τομέα της Ελλάδας.

Η τότε αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ότι αντικατέστησε στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ με κομματικά στελέχη, μετατρέποντας τον οργανισμό σε πεδίο ρουσφετολογικών παρεμβάσεων. Ιδιαίτερα στη διετία 2017-2019 ήταν πολλά τα δημοσιεύματα που μιλούσαν για προσλήψεις χωρίς αξιοκρατία και για έμμεση παρέμβαση στον τρόπο επιλογής εταιρειών πληροφορικής για έργα στον οργανισμό.

Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διαφήμιζε τη μετάβαση του ΟΠΕΚΕΠΕ σε ψηφιακές διαδικασίες για μεγαλύτερη διαφάνεια, στην πράξη έγιναν αρκετές καταγγελίες για καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των συστημάτων. Επιπλέον, σημαντικά έργα πληροφοριακών συστημάτων (όπως αυτό της ψηφιακής απεικόνισης αγροτεμαχίων) προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις για το υψηλό τους κόστος και την επιλογή αναδόχων.

Ο οργανισμός, που εποπτεύεται από το υπουργείο Γεωργίας, καταβάλλει 3 δισ. ευρώ ετησίως σε 900.000 δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων αγροτών, αγροτικών συνεταιρισμών και εξαγωγικών επιχειρήσεων.

Το πρόγραμμα ξεκίνησε μετά τις αλλαγές στη νομοθεσία της ΕΕ το 2017, που άνοιξαν περισσότερες εκτάσεις για βοσκή στην περιοχή της Μεσογείου. Ο ευρύτερος ορισμός, για τον οποίο η Ελλάδα είχε ασκήσει πιέσεις, περιελάμβανε όχι μόνο λιβάδια αλλά και θαμνώδεις εκτάσεις και δασώδεις βοσκότοπους.
Ως αποτέλεσμα η επιλέξιμη περιοχή στην Ελλάδα σχεδόν διπλασιάστηκε – και μαζί της η ευκαιρία για διάπραξη απάτης.

Τα στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ και οι τεχνικές εταιρείες που συνεργάζονται μαζί τους ήταν οι πρώτοι που απέκτησαν πρόσβαση στα νέα αρχεία γης. Αμέσως μετά άρχισαν να έρχονται αιτήσεις από άτομα που υποτίθεται ότι ήταν ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές βοσκοτόπων –ένα θέμα με τα βοσκοτόπια το έχει ο ΣΥΡΙΖΑ– αλλά ζούσαν σε εντελώς διαφορετικά μέρη της χώρας από τα αγροτεμάχια για τα οποία υπέβαλαν αξιώσεις.

Οι ενάγοντες δήλωναν ιδιοκτησία γης χωρίς δικαιολογητικά, όπως τα συμβόλαια αγοράς και πώλησης. Αντ’ αυτού, εισήγαγαν απλώς έναν αριθμό σε μια φόρμα αίτησης. Σύμφωνα με οδηγία του ΟΠΕΚΕΠΕ, οι ελεγκτές του δεν ήταν υποχρεωμένοι να ελέγχουν συμβάσεις ή τίτλους ιδιοκτησίας ή να συγκρίνουν δηλώσεις με προηγούμενα έτη.

Αξιωματούχοι του οργανισμού περιγράφουν ένα σχέδιο που λειτουργούσε σε τρία επίπεδα: Ο ΟΠΕΚΕΠΕ έδωσε πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους διαθέσιμους βοσκότοπους στους τεχνικούς συμβούλους του. Οι αξιωματούχοι που ενορχήστρωναν τις απάτες έκλειναν τα μάτια σε ακατάλληλες αιτήσεις ή εξέδιδαν εγκυκλίους που βοηθούσαν τους δράστες να αποφύγουν την έρευνα, ενώ οι διευθυντές της υπηρεσίας που προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την απάτη αναγκάστηκαν να φύγουν.

Το 2015, εν μέσω αδιεξόδων, θεσμοθετήθηκε η λεγόμενη «τεχνική λύση» μέσω της ΚΥΑ 873/55993. Πρόκειται για μια προσωρινή μεθοδολογία που υποκαθιστούσε το ελλιπές κτηματολόγιο και την απουσία κυρωμένων δασικών χαρτών. Με απλά λόγια, τα ζώα μπορεί να έβοσκαν στην Κρήτη, αλλά δηλώνονταν σε βοσκοτόπια στη Μακεδονία. Η λύση αυτή, αν και προσωρινή, μετατράπηκε σε θεσμική στρέβλωση που παραμόρφωσε πλήρως το σύστημα επιδοτήσεων και για πολλούς ήταν η αφετηρία του κακού για ό,τι συνέβη στην πορεία.

Το 2017 ο Κανονισμός Omnibus (2017/2393) «νομιμοποίησε» στην πράξη αυτή τη στρέβλωση. Αναγνώρισε τις παραδοσιακές βοσκήσιμες εκτάσεις του Νότου, αλλά ταυτόχρονα επέτρεψε την επιδότηση ακόμη και φυσικών προσώπων που δεν διέθεταν ζώα, εφόσον δήλωναν την ιδιοκτησία ή τη χρήση βοσκοτόπων. Η θεσμική αυθαιρεσία που είχε υλοποιήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πλέον είχε ευρωπαϊκή κάλυψη.

Για να κατανοήσει κάποιος την πολιτική υποκρισία, όσοι γνωρίζουν τα αγροτικά ζητήματα θυμήθηκαν τι έλεγε το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση καταγγέλλοντας διαρκώς:
-Ρουσφετολογικές πρακτικές και κομματικές προσλήψεις.
-Καθυστερήσεις στην καταβολή των επιδοτήσεων.
-Διαπλοκή με μεγάλες εταιρείες πληροφορικής.

Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, πριν γίνει πρωθυπουργός, είχε μιλήσει δημόσια για «εκμαυλισμό του αγροτικού κόσμου μέσω ενός διεφθαρμένου μηχανισμού διανομής επιδοτήσεων». Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλαν σε ερωτήσεις τους στη Βουλή την ύπαρξη «αγροτών-φαντασμάτων» που λάμβαναν επιδοτήσεις χωρίς καμία παραγωγική δραστηριότητα.

Το μεγάλο ερώτημα που τέθηκε στη διάρκεια της κυβερνητικής περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν: Τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν έγινε κυβέρνηση για όσα κατήγγειλε ως αντιπολίτευση;

Η απάντηση είναι μάλλον μονοσήμαντη.

Καλύφθηκε πίσω από κάποιες επιφανειακές –επικοινωνιακού τύπου– κινήσεις και δεν έκανε τίποτα. Σήμερα, λοιπόν, είναι από τους κύριους υπεύθυνους της στρεβλής κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, η οποία παγιώθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του.