Η τραγωδία στα Τέμπη δεν χρειάζεται άλλες καθυστερήσεις. Χρειάζεται δικαστήριο, διαδικασία, απόφαση. Κι όμως, αντί η δίκη να ξεκινήσει, βλέπουμε να ξετυλίγεται ένα παράλογο παιχνίδι με αιτήματα, εξώδικα και νομικά παραθυράκια που κρατούν τα πάντα σε εκκρεμότητα. Δεν πρόκειται για ενδιαφέρον προς τις οικογένειες των θυμάτων. Πρόκειται για εκμετάλλευση του πόνου τους.

Στο επίκεντρο βρίσκεται η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Με επιμονή που θυμίζει περισσότερο πολιτική καμπάνια παρά νομική υπεράσπιση, προσπαθεί να ανοίξει ξανά μέτωπα που έχουν κλείσει. Οι εκθέσεις και οι πραγματογνωμοσύνες έχουν καταρρίψει τη θεωρία περί «παράνομου φορτίου» και χημικών ουσιών.

Κι όμως, εκείνη συνεχίζει να σπρώχνει αιτήματα εκταφών με αυτό το πρόσχημα, γνωρίζοντας ότι κάθε νέα κίνηση σημαίνει και νέα καθυστέρηση. Δεν διστάζει να φτάσει στο σημείο να τραβάει μαζί της και έναν πατέρα που θρηνεί, μετατρέποντας την προσωπική του αγωνία σε εργαλείο πολιτικής προβολής.

Υπάρχει εδώ και ένα θεμελιώδες ζήτημα που σπάνια λέγεται ξεκάθαρα: οι δικαστές αποφασίζουν, όχι η κυβέρνηση. Είναι τουλάχιστον ανέντιμο να κατηγορείται η εκτελεστική εξουσία για δήθεν παρεμβάσεις ή «υποχωρήσεις» σε αιτήματα εκταφών, όταν οι αποφάσεις ανήκουν αποκλειστικά στη Δικαιοσύνη. Και είναι εξίσου ανέντιμο να παρουσιάζονται οι δικαστικές αποφάσεις ως αξιόπιστες μόνο όταν συμφωνούν με το αφήγημα του κάθε δικηγόρου ή πολιτικού. Δεν γίνεται να υπάρχει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη «α λα καρτ».

Όσο παρατείνεται αυτή η κατάσταση, το αποτέλεσμα είναι ένα: η κοινωνία να χάνει την υπομονή της και οι συγγενείς να εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο προσδοκιών και διαψεύσεων. Δεν είναι δίκαιο για κανέναν να μένει η υπόθεση μετέωρη, με το πένθος να ανακυκλώνεται ξανά και ξανά για να εξυπηρετεί προσωπικές στρατηγικές.

Η δίκη πρέπει να ξεκινήσει, όχι μόνο για να αποδοθούν ευθύνες, αλλά και για να πάψει η τραγωδία να γίνεται σκηνικό για πολιτικές φιγούρες που παίζουν με τον πόνο των άλλων. Οι νεκροί δεν έχουν ανάγκη από «υπερασπιστές» που καθυστερούν τη δικαιοσύνη,  έχουν ανάγκη από δικαιοσύνη που θα φτάσει μέχρι τέλους.