Υπάρχει μια γενιά που δεν έμαθε να φωνάζει, ούτε να διεκδικεί με hashtags. Μια γενιά που μεγάλωσε με τηλέφωνα με καλώδιο, αλλά σήμερα απαντά στα παιδιά της με βιντεοκλήση. Που έγραφε γράμματα και τώρα πληρώνει λογαριασμούς από το κινητό. Μια γενιά που δεν έχει όνομα fancy, αλλά κουβαλά μέσα της δύο κόσμους: τον αναλογικό και τον ψηφιακό.

Αυτή η γενιά είναι η Γενιά Χ, οι σημερινοί πενηντάρηδες και εξηντάρηδες. Εκείνοι που έζησαν τη μετάβαση χωρίς manual. Έμαθαν υπολογιστή στα σαράντα, άλλαξαν επάγγελμα στα πενήντα, κράτησαν γονείς και παιδιά μαζί τους στα δύσκολα. Δεν πρόλαβαν να ζήσουν την αθωότητα της μίας εποχής ούτε την ευκολία της άλλης... κι όμως, έμειναν όρθιοι.

Δεν είναι η γενιά των μεγάλων συνθημάτων, ούτε των επαναστάσεων του πληκτρολογίου. Είναι η γενιά της υπομονής, της προσαρμογής, των μικρών θαυμάτων που δεν έγιναν viral. Η γενιά που κρατά το σπίτι όταν όλα γύρω τρίζουν. Που διδάσκει στο παιδί να ψάχνει την αλήθεια, αλλά και στον ηλικιωμένο γονιό πώς να ανοίγει το e-banking.

Αν αυτή η γενιά «θα μας σώσει», δεν θα το κάνει με μεγαλόστομες δηλώσεις. Θα το κάνει σιωπηλά, με πράξεις που δεν φαίνονται. Με το πείσμα του ανθρώπου που δεν τα παράτησε ποτέ, που έμαθε να αλλάζει χωρίς να χάνει τον εαυτό του.

Ζούμε σε εποχή που όλοι κοιτάζουν μπροστά, αλλά λίγοι θυμούνται πώς ήταν πίσω. Η γενιά αυτή θυμάται. Θυμάται τις κασέτες, τα τηλέφωνα με δίσκο, τα φιλιά χωρίς emoji. Θυμάται την αξία της αναμονής. Και ίσως γι’ αυτό να μπορεί να μας σώσει, όχι γιατί ξέρει περισσότερα, αλλά γιατί έχει ζήσει και τα δύο: τον χρόνο που περνούσε αργά και τον χρόνο που τρέχει σαν ειδοποίηση.

Αν υπάρχει ελπίδα, δεν είναι σε όσους υπόσχονται πως θα αλλάξουν τον κόσμο με ένα swipe. Είναι σε όσους έμαθαν να τον κουβαλούν και στις δύο μορφές του, χωρίς να χάσουν την ψυχή τους.

Η γενιά αυτή δεν ζητά τίποτα. Απλώς συνεχίζει.

**Και καμιά φορά, η πιο σιωπηλή γενιά είναι αυτή που, χωρίς να το ξέρει, μας κρατά ακόμη όρθιους.