Την τελευταία δεκαπενταετία όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αναπτύξει στενές σχέσεις συνεργασίας με την κυβέρνηση του Ισραήλ. Από τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Αντώνη Σαμαρά, μέχρι τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Οι λόγοι προφανείς: σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, η σχέση των δύο χωρών αποκτά στρατηγικό και, εν πολλοίς, υπαρξιακό χαρακτήρα, με μία ιδιαιτέρως κρίσιμη αποστολή: Τη λειτουργία τους ως προκεχωρημένα φυλάκια της Δύσης σε μια ασταθή γειτονιά όπου «στήνονται» ισλαμιστικές εκστρατείες φανατισμού και μίσους.

Κοινή ανησυχία Αθήνας και Τελ Αβίβ είναι η ανάδειξη της Τουρκίας ως αναθεωρητικής περιφερειακής δύναμης με φιλοδοξίες επανασύστασης της οθωμανικής επιρροής και το… όραμα του Ταγίπ Ερντογάν για ένα ηγεμονικό ισλαμικό τόξο.

Η Ελλάδα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης είχε στόχο μια ισορροπημένη και ενίοτε διαμεσολαβητική στάση στη σύγκρουση Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής, επικαλούμενη το διεθνές δίκαιο. Την περίοδο Ανδρέα Παπανδρέου υπήρχε η εντύπωση της ταύτισης με τους Παλαιστινίους, κυρίως λόγω των «αδελφικών» σχέσεων που τότε πρωθυπουργού με τον Γιάσερ Αραφάτ. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του ιστορικού ηγέτη της PLO η ρότα της εξωτερικής πολιτικής μας διαφοροποιήθηκε, ειδικά μετά την πολιτική κυριαρχία της ισλαμιστικής Χαμάς στη Γάζα, με την ηγεσία της οποίας διατηρεί στενές σχέσεις ο Ταγίπ Ερντογάν.

Οι συνθήκες στην περιοχή κατέστησαν στρατηγικές τις σχέσεις Αθήνας-Τελ Αβίβ, ειδικά στον τομέα της ενέργειας και της άμυνας, λόγω των κοινών συμφερόντων των δύο χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο και απέναντι στην προκλητική τουρκική πολιτική. Η συμμαχία είναι πολύτιμη, καθώς λόγω του κακότροπου και προκλητικού γείτονά μας είναι το μόνο κράτος στην περιοχή στο οποίο… υπολογίζει η Ελλάδα.

Η στάση της χώρας μας απέναντι στο Ισραήλ από το 2010 και μετά διαμορφώθηκε ως μια σαφής «εθνική στρατηγική». Μία συμμαχία με έμφαση στη διατήρηση και ενίσχυση των διμερών σχέσεων στους τομείς της ασφάλειας, της ενέργειας και της περιφερειακής σταθερότητας, με στόχο την προώθηση των εθνικών συμφερόντων στην περιοχή και την εξισορρόπηση του τουρκικού αναθεωρητισμού.

Η σχέση αυτή, ωστόσο, παρά τις εκ του αντιθέτου επικρίσεις, δεν εμπόδισε την τωρινή κυβέρνηση να προβάλλει τη δέσμευσή της στις αρχές του διεθνούς δικαίου και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τονίζοντας την ανάγκη άμεσης εκεχειρίας, απελευθέρωσης των ομήρων και ταυτόχρονα της απρόσκοπτης ροής της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα.

Σε κάθε περίπτωση, αν το Παλαιστινιακό είχε λυθεί με πολιτικά και διπλωματικά μέσα, δηλαδή με την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους και ρητή δέσμευση και εγγύηση των διεθνών οργανισμών ότι η ασφάλεια όλων των πολιτών είναι αδιαπραγμάτευτη, τότε ίσως τα σημερινά τραγικά και επικίνδυνα γεγονότα να είχαν αποφευχθεί.

Ερντογάν και Νετανιάχου, από το 2024 και με φόντο τη Γάζα, ανταλλάσσουν βαρύτατες κατηγορίες, επιστρέφοντας στις παραδοσιακά «εχθρικές» σχέσεις, μετά την περίοδο… μέλιτος,  κατά τον πρώτο Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο του 1948, οπότε η Τουρκία, με πρωθυπουργό τον Αντνάν Μεντερές, έγινε η πρώτη πλειοψηφικά μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, ενώ τη δεκαετία του 1950 η Μοσάντ θα αποκτούσε γραφεία εντός των τουρκικών συνόρων. Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ πρώτα και ο Ταγίπ Ερντογάν έπειτα ήταν πρωταγωνιστές στα πρώτα τουρκοϊσραηλινά «επεισόδια», με φόντο το Παλαιστινιακό.

Τον Μάρτιο του 2004 και ενώ ο Ερντογάν βρισκόταν στη θέση του πρωθυπουργού, Ισραηλινοί εξόντωσαν τον ιδρυτή και πνευματικό ηγέτη της Χαμάς, Αχμέντ Γιασίν, ενώ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς έπληξαν τη Ράφα, γεγονότα που η Αγκυρα χαρακτήρισε «πράξεις που προσεγγίζουν το επίπεδο της κρατικής τρομοκρατίας».

Τα επόμενα χρόνια, η τουρκοϊσραηλινή κόντρα θα κλιμακωνόταν. Το 2009 Ερντογάν και Πέρες συγκρούονται στο Νταβός, τον Μάιο του 2010 οι… πολεμικές ιαχές γίνονται εντονότερες με αφορμή το τουρκικό «Mavi Marmara» που είχε επιχειρήσει να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας. Το 2011 και το 2018 Τελ Αβίβ και Αγκυρα προχωρούν σε εκατέρωθεν ανακλήσεις και απελάσεις πρεσβευτών.

Η «πολεμική» πολιτική σε επίπεδο ηγεσίας, ωστόσο, δεν επηρέασε αρνητικά τη συνεργασία των δύο χωρών σε οικονομικό, εμπορικό και τουριστικό επίπεδο. Ο όγκος των διμερών συναλλαγών αυξήθηκε το 2022 ξεπερνώντας τα 9 δισ. δολάρια και οι Τουρκικές Αερογραμμές (Turkish Airlines) πραγματοποιούσαν καθημερινές πτήσεις από και προς το Τελ Αβίβ.
Ο Ερντογάν μάλιστα εκείνη την περίοδο σχεδίαζε τριμερείς συνεργασίες στον άξονα Τουρκίας-Ισραήλ-Αζερμπαϊτζάν. Ηταν τότε που η τουρκική ηγεσία θα καλούσε τα στελέχη της Χαμάς που βρίσκονταν στην Τουρκία να την εγκαταλείψουν, ενώ τουρκικές εταιρείες όπως η Zorlu Holdings επένδυαν στην αγορά ενέργειας του Ισραήλ.

Το… όραμα του… σουλτάνου ήταν αγωγοί που θα συνδέουν την Ανατολική Μεσόγειο με την Τουρκία… Ενα όραμα που… χάθηκε στα νερά της Μεσογείου. 

Από το 2024 πια, το κλίμα στον τουρκοϊσραηλινό άξονα οξύνεται. Αφορμή, υποστηρίζουν αναλυτές, ήταν όταν στις 25 Οκτωβρίου του 2023 ο Ερντογάν, κατά τη διάρκεια ομιλίας του ενώπιον της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος  κόμματος ΑΚΡ, χαρακτήρισε τη Χαμάς «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» και κατηγόρησε το Ισραήλ ότι «δρα σαν συμμορία». Ηταν η αρχή μιας ακραία εμπρηστικής ρητορικής της Αγκυρας κατά του Τελ Αβίβ, που θυμίζει Ιράν…