Μπορεί να θεωρείται φαβορί για την αντικατάσταση του Αλέξη Τσίπρα, όταν και αν τεθεί θέμα αλλαγής ηγεσίας ή παραιτηθεί μετά την επόμενη ήττα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όμως η Έφη Αχτσιόγλου δείχνει να κινείται σε βήματα και μονοπάτια μιας Αριστεράς που ζει στη λογική ότι το χάος αποτελεί για αυτήν τη μοναδική ευκαιρία.

Το νέο χτύπημα του νέου… αίματος του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Αριστείδη Μπαλτά για να μιλήσει με τη λογική που περιγράφεται στην εισαγωγή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς και να υποστηρίξει πως «εκπροσωπούμε το φάντασμα της μεγάλης ανατροπής».

Αυτό που βρισκόταν πάνω από την… Ευρώπη. Το οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς επικαλέστηκαν για δημιουργήσουν την ηθική του κομμουνισμού, που στηρίζεται στο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ίδια, το βιβλίο του Αριστείδη Μπαλτά «μας θυμίζει ότι το φάντασμα της Αριστεράς κατάφερε, όποτε το κατάφερε, να εμπνεύσει και να αποτελέσει κοινωνική και πολιτική δύναμη αλλαγής σε εκείνες τις στιγμές της ιστορίας που θεωρία και πολιτική πρακτική έδεσαν σε μια ενιαία αλληλοτροφοδοτούμενη ενότητα. Όπου κάθε μέρος της σχέσης μπόλιαζε το άλλο».

Πάντως ξεκαθαρίζει ότι κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι η Αριστερά θα αλλάξει τον κόσμο, θα τον… απελευθερώσει.

Σε ανάρτησή της η Έφη Αχτσίογλου καταγράφει σημεία της παρέμβασής της που είναι χαρακτηριστικά:

«Το πνεύμα του βιβλίου του Αριστείδη Μπαλτά μάς κατατρύχει ως φάντασμα για τα λάθη και τις ολιγωρίες μας. Συμβάλλει συγχρόνως στην ανάγκη ο αναστοχασμός να μετατραπεί ταυτόχρονα σε δράση, όπως καλείται να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.

Πρώτον, γιατί μας θυμίζει ότι ο πυρήνας της Αριστεράς είναι η επιδίωξη της κοινωνικής ισότητας, της γενικής ελευθερίας και της καθολικής Δικαιοσύνης.

Δεύτερον, διότι μας θυμίζει την ανάγκη αυτοί οι στρατηγικοί στόχοι να συνδέονται και να βρίσκονται σε διάλογο με τα επίδικα της κάθε εποχής.

Η ιστορικοποίηση του στρατηγικού οράματος είναι διαφωτιστική ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας που η Αριστερά έχει υποφέρει από το κεντρικό ερώτημα της σχέσης της με την εξουσία.

Τρίτον, διότι μας θυμίζει ότι αυτή η δυναμική στηρίζεται στη δυνατότητα μίας Αριστεράς που ακούει. Και το βιβλίο αυτό έχει πολλά σημεία όπου ο συγγραφέας ακούει και συνδιαλέγεται με τους ανθρώπους γύρω του. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από αυτές τις ''στιγμές'' αφορούν νέους ανθρώπους: καταλήψεις και 2008.

Να ακούμε τη νεολαία, όχι να λέμε τι να κάνει, αλλά να την ακούμε στο τι μας λέει ότι κάνουμε ή δεν κάνουμε, ώστε να οικοδομήσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης και ισοτιμίας.

Τέταρτον, γιατί μας θυμίζει ότι η ιστορία της Αριστεράς είναι η ιστορία της συνάντησης μιας θεωρίας του κοινωνικού, του μαρξισμού, με το εργατικό κίνημα.

Μας θυμίζει ότι το φάντασμα της Αριστεράς κατάφερε, όποτε το κατάφερε, να εμπνεύσει και να αποτελέσει κοινωνική και πολιτική δύναμη αλλαγής σε εκείνες τις στιγμές της ιστορίας που θεωρία και πολιτική πρακτική έδεσαν σε μια ενιαία αλληλοτροφοδοτούμενη ενότητα. Όπου κάθε μέρος της σχέσης μπόλιαζε το άλλο.

Πέμπτον, μας θυμίζει την αξία της αυτοκριτικής. Διαβάζοντας τις παρεμβάσεις του Μπαλτά για την περίοδο 2015-2019, βρίσκω ένα ερμηνευτικό νήμα για αυτό που έζησα και εγώ προσωπικά και πολλοί άλλοι σύντροφοι: κανόνες πολιτικής εμπλοκής και κυρίως η ανάγκη του ''εντός και εναντίον'' της κυβερνητικής εμπειρίας. Είμαστε και πρέπει να είμαστε αυτοκριτικοί. Και το έργο του Μπαλτά μάς διδάσκει τον τρόπο.

Πρέπει όμως κατά τη γνώμη μου να κρατάμε και κάτι ακόμη: ότι για το σύστημα και τους εκφραστές του εκπροσωπούμε ακόμα το φάντασμα της μεγάλης ανατροπής, δηλαδή του ιστορικού στόχου της κοινωνικής ισότητας. Και αυτό μοιάζει με τίτλο τιμής.

Και όλα αυτά φτιάχνουν αυτό που είμαστε σήμερα: αριστεροί και αριστερές που κατανοούμε ότι η στράτευση στην Αριστερά, παρά τις αποτυχίες μας, είναι μια στράτευση αφοσιωμένη στη δυνατότητα της σημερινής ευτυχίας του κόσμου, μια κατάφαση στις ανθρώπινες δυνατότητες να τον αλλάξουμε απελευθερώνοντας την κοινωνία ολόκληρη. Και κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό».