Από τις συμφωνίες του Ζαππείου για τα ενεργειακά μέχρι την αναβάθμιση της Fitch και από τη συμφωνία για το φυσικό αέριο προς την Ουκρανία μέχρι τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της Κομισιόν για την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία, αλλά και από τη φορολογική μεταρρύθμιση μέχρι τα μέτρα στήριξης για τους κτηνοτρόφους, ο παράγοντας που αποτελεί την κοινή συνισταμένη είναι –αρέσει δεν αρέσει σε κάποιους– η σταθερότητα.

Η Ελλάδα έχει καταφέρει –και συνεχίζει, όπως όλα δείχνουν– να αποτελεί πλέον παράδειγμα προς μίμηση ως προς την πορεία της οικονομίας και την ανάπτυξη προσελκύοντας επενδύσεις, μειώνοντας δραματικά την ανεργία, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, την ώρα που πετυχαίνει να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη γεωστρατηγική σκακιέρα που έχει στηθεί στην ευρύτερη περιοχή.

Η πολιτική σταθερότητα και παράλληλα η αίσθηση ασφάλειας μέσα από την αμυντική θωράκισή της είναι οι παράγοντες που δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες για τη διαμόρφωση μιας ισχυρής θέσης την ώρα που στο εσωτερικό δημιουργείται –συνεχώς– δημοσιονομικός χώρος ο οποίος επιστρέφει στους πολίτες.

Όλα αυτά δεν γίνονται τυχαία. Ουδείς μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο και όποιος το υποστηρίζει με καθαρά μικροπολιτικά και μικροκομματικά κριτήρια εκτίθεται. Υπάρχει σχέδιο, αλλά υπάρχει και ευελιξία. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι είχε άλλη θέση πριν λίγα χρόνια. Παραβλέπει το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα προέκυψε μια εισβολή –αυτή της Ρωσίας στην Ουκρανία– και ένας πόλεμος που συνεχίζεται και που έχει αλλάξει τα δεδομένα.

Το να μπορεί κανείς να… διαβάζει τις εξελίξεις και να μετέχει σε αυτές ενδεχομένως για την αξιωματική αντιπολίτευση να είναι πρόβλημα. Για μια χώρα όμως όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται στο επίκεντρο διάφορων ανακατατάξεων, μάλλον είναι προτέρημα. Ειδικά όταν αυτό έχει αποτέλεσμα.

Η ουσία παραμένει. Το θέμα είναι η πολιτική σταθερότητα. Η ύπαρξη και λειτουργία μιας κυβέρνησης που να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις, να σχεδιάζει και να εκτελεί. Αν δούμε τι συμβαίνει σε μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Γαλλία, θα διαπιστώσουμε τα προβλήματα που προκύπτουν μέσα από τις συνεργασίες και την απουσία αυτής της έννοιας της σταθερότητας.

Ο ρόλος της αντιπολίτευσης, που επιλέγει να διεκδικήσει την αρνητική ψήφο σε περιόδους κρίσεων ή αυξημένων προβλημάτων της καθημερινότητας, είναι εύκολος. Υποσχέσεις και καταγγελίες. Υποσχέσεις που θυμίζουν λεφτόδεντρα και καταγγελίες για «ημίμετρα» –που τελικά ψηφίζει– και για καθυστερήσεις από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό είναι μια εύκολη λύση, αυτό που λέμε δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο.

Αυτή όμως είναι και η αιτία που η αντιπολίτευση αδυνατεί να σηκώσει… κεφάλι. Οι πολίτες είναι υποψιασμένοι. Δεν αρκούνται σε χτυπήματα στην πλάτη και μια δήθεν κατανόηση. Ζητούν προτάσεις εφαρμόσιμες, λύσεις εναλλακτικές που να μπορούν να υλοποιηθούν και να αποδώσουν, αλλιώς γυρνούν την πλάτη.

Η προοπτική είναι αυτό που ενδιαφέρει και όχι η αγωνία της πολιτικής επιβίωσης κομμάτων και πολιτικών στελεχών. Προοπτική που αν μη τι άλλο δεν μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από το χάος που κάποιοι οραματίζονται ως εναλλακτική λύση.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».