Η ιδεολογία του φασισμού δεν περιορίστηκε ποτέ στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Όπως δείχνει ο Χαμίντ Αμπντελσαμάντ στο βιβλίο του «Ο ισλαμικός φασισμός», ο πολιτικός ισλαμισμός μοιράζεται με τον ναζισμό και τον ιταλικό φασισμό κοινά στοιχεία: αρχηγισμό, μισαλλοδοξία, αντισημιτισμό, βία ως πολιτικό εργαλείο. Αυτή η συγγένεια εξηγεί γιατί σημαντικοί αραβικοί κύκλοι του 20ού αιώνα συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι και γιατί σήμερα η ίδια λογική αναβιώνει με νέες μορφές στη Μέση Ανατολή και στην Τουρκίαα του Ερντογάν.

Ο Χατζ Αμίν αλ Χουσεϊνί, μεγάλος μουφτής της Ιερουσαλήμ, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από τη δεκαετία του ’30 υπήρξε ο βασικός πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης των Παλαιστινίων, με δηλητηριώδη αντισημιτική ρητορική.

Το 1941 βρέθηκε στο Βερολίνο και συνάντησε τον Χίτλερ. Στις συνομιλίες τους, ο Χουσεϊνί παρουσίασε τον εαυτό του ως φυσικό σύμμαχο του Τρίτου Ράιχ στον αραβικό κόσμο, ζητώντας να σταματήσει η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και να υποστηριχθεί η «απελευθέρωση» των Αράβων από τους Βρετανούς και Γάλλους.

Η συνεργασία δεν έμεινε στα λόγια. Ο Χουσεϊνί ανέλαβε ενεργό ρόλο στην προπαγάνδα του Αξονα, με ραδιοφωνικές εκπομπές που καλούσαν τους Αραβες να πολεμήσουν στο πλευρό της Γερμανίας. Παράλληλα, στρατολόγησε μουσουλμάνους για τα Waffen SS, ιδίως στη Βοσνία, όπου δημιουργήθηκε η μεραρχία «Handschar». Οι ναζιστικές ιδέες για φυλετική καθαρότητα και εξόντωση των Εβραίων ταίριαξαν απόλυτα με τον ισλαμιστικό φανατισμό του.

Ο ιταλικός φασισμός επίσης εκμεταλλεύτηκε τον ισλαμικό φανατισμό. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, στη Λιβύη και τη Βόρεια Αφρική, επιχείρησε να παρουσιαστεί ως «προστάτης του Ισλάμ». Μάλιστα, το 1937, σε μια τελετή στην Τρίπολη, φόρεσε αραβικό μανδύα και αυτοανακηρύχθηκε «ξίφος του Ισλάμ».

Η ρητορική αυτή δεν ήταν απλώς προπαγάνδα. Στόχος του Μουσολίνι ήταν να αποσπάσει την υποστήριξη των Αράβων ενάντια στους Βρετανούς και στους Γάλλους, παρουσιάζοντας τον φασισμό ως «σύμμαχο» κατά της αποικιοκρατίας. Παρά τις αντιφάσεις της πολιτικής του –αφού ο ίδιος κατέπνιξε με σκληρότητα την εξέγερση του Ομάρ Μουχτάρ στη Λιβύη– η ρητορική αυτή βρήκε απήχηση σε κύκλους που έβλεπαν στον Μουσολίνι έναν «νέο Σαλαντίν».

Η Γερμανία του Χίτλερ επένδυσε σε εκτεταμένη προπαγάνδα στον αραβικό κόσμο. Ραδιοφωνικοί σταθμοί του Βερολίνου μετέδιδαν στα αραβικά αντιεβραϊκά και αντιαποικιοκρατικά μηνύματα, παρουσιάζοντας τους ναζί ως «συμμάχους» των μουσουλμάνων.

Η ναζιστική προπαγάνδα αντλούσε από την ισλαμική ρητορική και ταυτόχρονα ενίσχυε τον αντισημιτισμό που είχε ήδη ριζώσει στις αραβικές κοινωνίες. Ετσι, δημιουργήθηκε ένα ιδεολογικό μείγμα όπου ο εβραϊκός λαός παρουσιαζόταν ως κοινός εχθρός, άλλοτε με θρησκευτικά και άλλοτε με φυλετικά επιχειρήματα.

Το 1941, ο Ρασίντ Αλί αλ Γκαϊλάνι και φιλογερμανοί αξιωματικοί του ιρακινού στρατού επιχείρησαν πραξικόπημα ενάντια στη φιλοβρετανική κυβέρνηση. Ο μεγάλος μουφτής συμμετείχε ενεργά στα σχέδια, βλέποντας την ευκαιρία για ένα αραβικό-ισλαμικό μέτωπο στο πλευρό του Αξονα.

Η εξέγερση καταπνίγηκε από τους Βρετανούς, αλλά ανέδειξε ότι η ναζιστική ιδεολογία είχε ήδη διεισδύσει στον αραβικό κόσμο και μπορούσε να συνδεθεί με τοπικά ισλαμιστικά κινήματα.

Η υποστήριξη Αράβων προς τον Αξονα δεν ήταν μόνο τακτική. Δεν περιορίστηκε στον «εχθρό του εχθρού μου». Ο αντισημιτισμός, η λατρεία του αυταρχικού ηγέτη και η απόρριψη της Δύσης αποτέλεσαν κοινά νήματα που έδεσαν τον πολιτικό ισλαμισμό με τον ναζισμό και τον φασισμό.

Ο Αμπντελσαμάντ επισημαίνει ότι η λογική αυτή επέζησε και μετά την ήττα του Αξονα. Στη μεταπολεμική εποχή οργανώσεις όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα υιοθέτησαν πλήθος στοιχείων από το ναζιστικό λεξιλόγιο και τακτικές προπαγάνδας.

Η ίδια «σκοτεινή συγγένεια» είναι εμφανής και σήμερα:

- Η Χαμάς στη Γάζα υιοθετεί ρητορική και πρακτικές που θυμίζουν τον ναζισμό: λατρεία του θανάτου, δαιμονοποίηση του εβραϊκού λαού, απόλυτη πειθαρχία στον ηγέτη.

- Το Ιράν και οι παραστρατιωτικοί του βραχίονες στη Μέση Ανατολή αποτελούν σύγχρονα παραδείγματα θεοκρατικού φασισμού, όπου η ιδεολογία προηγείται της πολιτικής.

- Η Τουρκία του Ερντογάν αναβιώνει με νεοοθωμανικό μανδύα τον ισλαμιστικό φασισμό: προσωπολατρία, αναθεωρητισμός, φίλος-εχθρός, εξαγωγή ιδεολογίας μέσω ΜΚΟ και παραστρατιωτικών σχηματισμών όπως η SADAT.

Η σύγκριση δεν είναι υπερβολική. Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει τη δημοκρατία «όχημα που το εγκαταλείπεις μόλις φτάσεις στον προορισμό», μια φράση που συνοψίζει την ίδια αυταρχική λογική που διέκρινε τα φασιστικά καθεστώτα.

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι ο «ισλαμικός φασισμός» δεν περιορίζεται στις εμπόλεμες ζώνες. Συναντάται και σε ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, σε γειτονιές όπου τμήμα των μουσουλμανικών κοινοτήτων ζει σε παράλληλες κοινωνίες, με ιδεολογικά σχήματα που απορρίπτουν τον δυτικό τρόπο ζωής, την ελευθερία της έκφρασης και την ισότητα των φύλων.

Αυτό το φαινόμενο είναι μια ωρολογιακή βόμβα για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή της Ευρώπης. Οπως άλλοτε, έτσι και τώρα, ο φασισμός δεν καταφθάνει με στολές και εμβατήρια αλλά με την υπόσχεση μιας «ανώτερης αλήθειας» που υπερέχει της ελευθερίας.

Η αφέλεια πληρώνεται

Συμπερασματικά, η ιστορική υποστήριξη Αράβων ηγετών προς τον ναζισμό και τον ιταλικό φασισμό δεν ήταν τυχαία. Ηταν προϊόν μιας ιδεολογικής συγγένειας που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ο Χαμίντ Αμπντελσαμάντ μας υπενθυμίζει ότι ο ισλαμιστικός φασισμός είναι μια ολοκληρωτική ιδεολογία με παγκόσμια φιλοδοξία, η οποία τρέφεται από τον αντισημιτισμό, τον αυταρχισμό και τον μισαλλόδοξο εθνικισμό.

Αν ο 20ός αιώνας μάς δίδαξε κάτι, είναι ότι η αφέλεια απέναντι σε τέτοιες ιδεολογίες πληρώνεται ακριβά. Και σήμερα, η Ευρώπη και η Δύση οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι το φαινόμενο αυτό δεν είναι ένα μακρινό ιστορικό απολίθωμα, αλλά μια απειλή που επιστρέφει με νέες μορφές και νέους εκφραστές.