Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρόκληση που σπάνια κατανοείται σε όλο της το βάθος. Δεν πρόκειται για την τρομοκρατία με τη μορφή εκρήξεων ή επιθέσεων στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, αλλά για μια ήπια, νομιμοφανή αλλά μεθοδική διείσδυση. Η διαβόητη Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια στρατηγική διείσδυσης «από τα κάτω» και «από τα μέσα» προς τις μουσουλμανικές κοινότητες μεταναστών στην Ευρώπη. Όχι με πολεμικά μέσα, αλλά με κοινωνική οργάνωση, θεσμική πίεση και ιδεολογική κανονικοποίηση.

Η Γαλλίδα ανθρωπολόγος Φλοράνς Μπερζό-Μπλακλέρ, ερευνήτρια του CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας), στο βιβλίο της «Ο φρερισμός και τα δίκτυά του: η έρευνα» (εκδόσεις Odile Jacob, 2023), περιγράφει με ψυχρή λεπτομέρεια αυτήν την «υπόγεια εισβολή». Ο όρος που εισάγει, «Frérisme» (φρερισμός), αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο η Μουσουλμανική Αδελφότητα επιχειρεί να προσαρμόσει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες ώστε να γίνουν «συμβατές με τη σαρία», όχι μέσω βίας, αλλά μέσω θεσμικών διεισδύσεων, δικτύων και κοινωνικών παρεμβάσεων.

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι η μήτρα του σύγχρονου ισλαμισμού. Από τον Σαγιέντ Κουτμπ, ιδεολογικό πατέρα του τζιχαντισμού, μέχρι τα δίκτυα που ενέπνευσαν οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, η γενεαλογία είναι σαφής. Ωστόσο, στην Ευρώπη, η Αδελφότητα προβάλλεται ως «υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων», χρησιμοποιώντας νομικά και κοινωνικά εργαλεία για να εδραιώσει την επιρροή της.

Στην ουσία, δεν πρόκειται για βίαιη δράση αλλά για μια στρατηγική σταδιακής μετατόπισης κανόνων. Σχολεία, τοπικές αρχές, ΜΚΟ, ακόμα και ευρωπαϊκοί θεσμοί, γίνονται στόχοι ενός διαρκούς λόμπι, που προωθεί αιτήματα με ένδυμα την «πολιτισμική αναγνώριση» ή την «καταπολέμηση της ισλαμοφοβίας». Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνει η Φλοράνς Μπερζό-Μπλακλέρ, το ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός «παράλληλου νομικού και κοινωνικού συστήματος», που θα συνυπάρχει με τις δημοκρατικές κοινωνίες, αλλά θα αντλεί νομιμοποίηση από τη σαρία.

«Ομπρέλες» και βιτρίνες

Η ολλανδική υπηρεσία πληροφοριών AIVD έχει επισημάνει εδώ και χρόνια την ύπαρξη πανευρωπαϊκών οργανώσεων που λειτουργούν ως «ομπρέλες» της Αδελφότητας. Η FIOE (Ομοσπονδία Ισλαμικών Οργανώσεων στην Ευρώπη), η οποία μετονομάστηκε σε Council of European Muslims, θεωρείται από τις αρχές ως κατευθυντήριο όργανο. Μέσω αυτής συντονίζονται εθνικές ενώσεις και τοπικά σωματεία, που εμφανίζονται ως αντιπρόσωποι των μουσουλμάνων σε χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο και η Γερμανία. Η στρατηγική είναι σαφής: Διεκδίκηση της «μοναδικής φωνής» των μουσουλμάνων πολιτών, ώστε κάθε συζήτηση με κράτη και θεσμούς να περνά μέσα από δομές ελεγχόμενες από την Αδελφότητα.

Ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν οι οργανώσεις νεολαίας. Η FEMYSO (Φόρουμ Ευρωπαίων Μουσουλμάνων Νέων και Φοιτητικών Οργανώσεων) δραστηριοποιείται στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο, εμφανιζόμενη συχνά σε ακροάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρά τις διαψεύσεις της για κάθε σχέση με την Αδελφότητα, πρόσφατη γαλλική κρατική έκθεση (Μάιος 2025) την κατονόμασε ως «κομβικό παίκτη» δικτύων, που προωθούν ισλαμιστική ατζέντα. Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές, καθώς πολλοί ευρωβουλευτές έχουν συνεργαστεί μαζί της στο πλαίσιο δράσεων κατά του ρατσισμού.

Εδώ βρίσκεται το κλειδί: Η ρητορική περί «αντι-ισλαμοφοβίας» λειτουργεί ως εργαλείο απονομιμοποίησης κάθε κριτικής. Όποιος επιχειρεί να εξετάσει τις πρακτικές αυτών των δικτύων κινδυνεύει να στιγματιστεί ως «ρατσιστής» (μηδέ του υπογράφοντος το παρόν πόνημα εξαιρουμένου). Έτσι, το πεδίο του διαλόγου ελέγχεται εκ των έσω.

Η οικονομία του χαλάλ

Ένα άλλο πεδίο που αναδεικνύει η Φλοράνς Μπερζό-Μπλακλέρ είναι η «οικονομία του χαλάλ» (χαλάλ: το επιτρεπτό ή το νόμιμο σύμφωνα με τη σαρία, το ισλαμικό δίκαιο). Η πιστοποίηση τροφίμων, καλλυντικών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνο θρησκευτικούς κανόνες, αφορά και τη διαμόρφωση καταναλωτικών ταυτοτήτων. Ο «θρησκευτικός καταναλωτής» δεν είναι μόνο πελάτης. Είναι μέλος ενός πλέγματος κανόνων, που τον ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη κοινωνία. Έτσι, η ίδια η καθημερινότητα γίνεται εργαλείο κανονικοποίησης και ταυτόχρονης «γκετοποίησης»!

Εκτός από κοινωνική δράση, η Αδελφότητα επενδύει σε ακίνητα και ιδρύματα. Το Europe Trust, που δρα σε διάφορες χώρες, έχει κατηγορηθεί από υπηρεσίες ασφαλείας ότι χρηματοδοτεί και αποκτά ακίνητα για λογαριασμό οργανώσεων προσκείμενων στο κίνημα. Στη Γερμανία, η DMG (Γερμανική Μουσουλμανική Κοινότητα), διάδοχος της Ισλαμικής Κοινότητας Γερμανίας, θεωρείται από τις αρχές όχημα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Επισήμως δεν υποστηρίζει βία. Ωστόσο, προωθεί μια μορφή «νομικιστικού ισλαμισμού», που δημιουργεί «κοινωνικές νησίδες» υπό τη σκιά του πολιτικού Ισλάμ.

Η επιτυχία αυτών των δικτύων εξηγείται από τις κοινωνικές συνθήκες. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί μεταναστών συχνά ζουν απομονωμένοι, σε υποβαθμισμένες περιοχές, με ανεργία, χαμηλή εκπαιδευτική ένταξη και κοινωνικό αποκλεισμό. Το κράτος συχνά αποτυγχάνει να παρέχει ουσιαστική ένταξη. Εκεί εισέρχονται οι οργανώσεις της Αδελφότητας, προσφέροντας μαθήματα, κοινωνική βοήθεια, ακόμη και νομική υποστήριξη. Για τον μετανάστη που αισθάνεται ξένος, οι δομές αυτές γίνονται σημείο αναφοράς. Όμως, πίσω από την κοινωνική πρόνοια κρύβεται μια ιδεολογική ατζέντα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε μουσουλμάνος μετανάστης γίνεται εξτρεμιστής. Όμως, όπως έδειξε το φαινόμενο των «ξένων μαχητών» στη Συρία και το Ιράκ, ένα μικρό αλλά κρίσιμο ποσοστό νέων που κοινωνικοποιούνται σε τέτοια περιβάλλοντα μπορεί να διολισθήσει σε πιο σκληρές ιδεολογίες. Η Europol έχει εκτιμήσει ότι περίπου 5.000 Ευρωπαίοι πολίτες ταξίδεψαν να πολεμήσουν με το ISIS, πολλοί εκ των οποίων προσηλυτίστηκαν μέσα από δίκτυα κοινοτικής ή διαδικτυακής δράσης.

Η εικόνα που σκιαγραφείται είναι ανησυχητική:

- Μονοπώλιο εκπροσώπησης: Η Αδελφότητα εμφανίζεται ως «η φωνή των μουσουλμάνων», αποκλείοντας φιλελεύθερους, κοσμικούς και μεταρρυθμιστές μουσουλμάνους.

- Παράλληλες κοινωνίες: Δημιουργούνται κοινότητες με δικούς τους κανόνες, που δυσκολεύουν την ένταξη και εντείνουν τις ταυτοτικές συγκρούσεις.

- Λόμπι στους θεσμούς: Ευρωπαϊκοί θεσμοί επηρεάζονται μέσω ΜΚΟ, που παρουσιάζονται ως οργανώσεις δικαιωμάτων, με αδιαφανή όμως χρηματοδότηση.

- Νομιμοποίηση εξτρεμιστικών αφηγημάτων: Χωρίς να προωθούν ευθέως τρομοκρατία, τα δίκτυα αυτά δημιουργούν ένα ιδεολογικό υπόβαθρο, που μπορεί να τροφοδοτήσει ριζοσπαστικοποίηση.

Η πολιτική απάντηση

Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα αντιδράσουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Η καταστολή δεν μπορεί να είναι η απάντηση! Αυτό θα ενίσχυε το αίσθημα περιθωριοποίησης. Η απάντηση πρέπει να περιλαμβάνει:

- Διαφάνεια χρηματοδότησης: Κάθε οργάνωση, που συμμετέχει σε δημόσιο διάλογο ή λαμβάνει κρατικούς πόρους, να δημοσιοποιεί πλήρως τις πηγές χρηματοδότησης.

- Πλουραλισμός εκπροσώπησης: Το κράτος δεν μπορεί να αναγνωρίζει μία και μοναδική «φωνή» των μουσουλμάνων. Πρέπει να ενισχυθούν φιλελεύθερες και κοσμικές φωνές.

- Κοινωνική πολιτική στις γειτονιές αποκλεισμού: Εκπαίδευση, εργασία, γλωσσική ένταξη, ώστε να μη μονοπωλεί η Αδελφότητα τον ρόλο του προστάτη.

- Συνεχή παρακολούθηση των δικτύων: Με ακρίβεια, όχι γενικεύσεις και με διάκριση της θρησκευτικής ζωής από την ισλαμιστική ιδεολογία.

Συμπερασματικά, η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Ευρώπη δεν είναι ορατή με τη μορφή που συνήθως αντιλαμβάνεται η κοινή γνώμη. Δεν είναι στρατός με όπλα. Είναι ένας ιστός οργανώσεων, δικτύων και θεσμικών πιέσεων. Εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των κοινωνιών, τα κενά ένταξης, την πολιτική δειλία. Και επιχειρεί να εγκαθιδρύσει μια νέα κανονικότητα, όπου η δημοκρατία δεν θα ηγεμονεύει, αλλά θα συνυπάρχει με έναν παράλληλο, σιωπηλό, ισλαμιστικό κανόνα.

Για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες το δίλημμα είναι σαφές: Ή θα ανακτήσουν το έδαφος του δημόσιου χώρου με διαφάνεια, πλουραλισμό και ένταξη, ή θα επιτρέψουν στην «υπόγεια εισβολή» να προχωρήσει ανενόχλητη. Η ιστορία του ριζοσπαστικού Ισλάμ δείχνει ότι εκεί όπου το πολιτικό κενό παραμένει, πάντα θα βρίσκεται κάποιος πρόθυμος να το καλύψει.