Ενας αριθμός για τους περισσότερους δεν έχει σημασία ή, όπως συχνά συμβαίνει, η σημασία του διαρκεί μέχρι να κλείσουν οι προβολείς στα τηλεοπτικά πλατό για τη μετάδοση των αποτελεσμάτων. Ο συγκεκριμένος, όμως, αριθμός, αυτός που εστίασε στην ομιλία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Βελλίδειο, το 41%, που προφανώς δεν αθροίζει μόνο τους ψηφοφόρους της Κεντροδεξιάς, περικλείει τις προσδοκίες εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν τις μεγάλες και σοβαρές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ελλάδα και για τις οποίες ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας αγωνίζεται από τότε που ήταν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στην Β’ (τότε) εκλογική περιφέρεια της Αθήνας.
Αυτός ο αριθμός αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από πολίτες της μεσαίας τάξης που δεν αρκούνται στα ημίμετρα και στην «ολίγη» από μεταρρύθμιση, αλλά θέλουν να δουν τη χώρα να αλλάζει. Αυτή την εικόνα έδωσε με την ομιλία του ο πρωθυπουργός, απευθυνόμενος κατά κύριο λόγο σε όλους όσοι του έδωσαν την ισχυρή εντολή να φέρει απτά αποτελέσματα και αρνούμενοι να τον συγκρίνουν με ένα παρελθόν που με την ψήφο τους έκριναν ακατάλληλο και ανίκανο να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους.
Και αυτό που όλοι κατάλαβαν ακούγοντάς τον να μη δίνει τις κατά παράδοση ετήσιες υποσχέσεις που όλοι οι πρωθυπουργοί δίνουν από τη ΔΕΘ είναι ότι δεν έχει σκοπό να εξαντλήσει τη δυναμική του σε ανούσιες ισορροπιστικές πρακτικές, τόσο στις σχέσεις του με τους κοινωνικούς εταίρους όσο και με τα φαινόμενα αλαζονείας και εφησυχασμού που παρατηρούνται εντός της κυβέρνησης.
Δεν κόβει ταχύτητα η κυβέρνηση
Η αποκωδικοποίηση του μηνύματος που έστειλε από τη Θεσσαλονίκη είναι ότι η κυβέρνησή του δεν κόβει ταχύτητα και κυρίως δεν είναι στις προθέσεις του να αναλωθεί σε συζητήσεις που θα διαιωνίσουν τις λύσεις των προβλημάτων. Και αυτό δείχνει ότι αναλαμβάνει πλήρως το πολιτικό κόστος που απαιτούν οι μεγάλες και σοβαρές μεταρρυθμίσεις που τρέχουν παράλληλα με τη διαχείριση των προβλημάτων που ανακύπτουν από την καθημερινότητα. Κυρίως των προβλημάτων που δημιουργούν οι αλλεπάλληλες κρίσεις.
Σε πολιτικό επίπεδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό και εμφανώς ο αντίπαλός τους είναι το 41%, το οποίο απαιτεί την ανάληψη τολμηρών πολιτικών πρωτοβουλιών που θα φέρουν άμεσα αποτελέσματα. Και προς αυτή την κατεύθυνση έδειξε ότι πορεύεται ανακοινώνοντας λελογισμένες παροχές που βελτιώνουν τα οικονομικά του μέσου νοικοκυριού, κυρίως μέσω του πρόωρου ξεπαγώματος των τριετιών στις αμοιβές των εργαζομένων, χωρίς, ωστόσο, να διαταράσσουν τη δημοσιονομική ισορροπία.
Ωστόσο, τώρα οι μεταρρυθμιστές που τον ακολουθούν χρειάζεται να πάρουν ρίσκα: Οι μικρές και άτολμες μεταρρυθμίσεις δεν βοηθούν και σίγουρα δεν αντιμετωπίζουν τις μεγάλες προσδοκίες της μεσαίας τάξης και, όπως έχει διδάξει η Ιστορία, θα αποβούν μάταιες σε μια χώρα που απεγνωσμένα τις αναζητά πολλά χρόνια.
Δεν είναι μόνο οι διαρθρωτικές αλλαγές και τα οικονομικά που θα τις καθορίσουν, αλλά κι ένα διεθνές περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει και το εσωτερικό: οι σχέσεις με τη Τουρκία, το μεταναστευτικό, το αυξανόμενο αντιευρωπαϊκό συναίσθημα όσων αντιλαμβάνονται την ένωση όχι ως ευκαιρία για ανάπτυξη και ασφάλεια (που είναι), αλλά ως πηγή ιδεολογικών ιδιοτροπιών, αλλά και μια Αριστερά που τελεί υπό διαρκή κρίση.
Διαβάζει την κοινωνία
Ολα αυτά χρειάζονται σωστή ανάγνωση και ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει ότι ξέρει να διαβάζει την κοινωνία και να παρακολουθεί με προσήλωση τις διεθνείς εξελίξεις. Και όλα αυτά τα επισημαίνουμε γιατί από όλα αυτά εξαρτώνται οι μεταρρυθμίσεις και οι απαντήσεις που περιμένει η μεσαία τάξη.
Γιατί ένα κλίμα πόλωσης και μαξιμαλιστικών θεωριών, που ασφαλώς επηρεάζονται και από τα τεκταινόμενα διεθνώς, απειλεί τις μεταρρυθμίσεις και ανατρέπει το σχεδιασμό τους. Για παράδειγμα, οι φωτιές και οι πλημμύρες δείχνουν πόσο «εύκολα» μπορούν να εξοστρακιστούν οι μεταρρυθμίσεις λόγω ενός ανέξοδου και πάντως επικίνδυνου λαϊκισμού.
Αυτός είναι ο λόγος, ή ένας από τους λόγους, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν χάνει το στόχο του σε μια χώρα που πάσχει από ένα αντικειμενικό δημογραφικό πρόβλημα, με αναπόφευκτες επιπτώσεις όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, την απασχόληση και, επομένως, τις συντάξεις, και ταλαιπωρείται από ένα πανταχού παρόν και αναποτελεσματικό κράτος που μας εμποδίζει και κοστίζει πολλά χρήματα, συμπιέζοντας έτσι τη φορολογική και οικονομική ελευθερία των επιχειρήσεων και των πολιτών, οι οποίοι θα έπρεπε, αντίθετα, να ανταγωνίζονται στη δημιουργία πλούτου με άλλα κράτη, απαλλαγμένα από γραφειοκρατικές δεσμεύσεις, μερικά από τα οποία είναι μάλιστα καθεστώτα και ως τέτοια «αποτελεσματικά», επειδή δεν έχουν να υπολογίσουν λαϊκά αντίβαρα.