Πόση πολιτική μνήμη χρειάζεται κανείς για να νιώσει αμηχανία όταν βλέπει τον Γιώργο Παπανδρέου να μιλά για το brain drain, σαν να μην ήταν ο ίδιος που άνοιξε διάπλατα την έξοδο κινδύνου για τη νεολαία; Από το Καστελόριζο στα πάνελ, με ενδιάμεσο σταθμό το ΔΝΤ και τα μνημόνια, ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίζεται πλέον ως αυτόκλητος αναλυτής των συνεπειών της δικής του διακυβέρνησης. Αν δεν ήταν τόσο σοβαρό το θέμα, θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για πολιτικό stand-up.
Με ύφος καθηγητή και φόντο το συνέδριο, μίλησε για «ψήφο δυσπιστίας» των νέων προς το σύστημα. Ξέχασε μόνο να διευκρινίσει ότι αυτό το σύστημα είχε το όνομά του στην ταυτότητα, και την υπογραφή του στα πρακτικά. Για τον κ. Παπανδρέου, η ιστορία ξεκινά πάντα... αφού φύγει από την εξουσία. Έτσι εξηγείται ίσως και η ευκολία με την οποία κατηγορεί σήμερα την τωρινή κυβέρνηση για αδράνεια, τη στιγμή που εκείνη έχει καταφέρει να φέρει πίσω χιλιάδες Έλληνες από το εξωτερικό – με έργα, όχι με θεωρίες.
Η μετατροπή των υπευθύνων σε κριτές, χωρίς ίχνος αυτογνωσίας ή έστω στοιχειώδους αυτοκριτικής, είναι το πολιτικό θαύμα της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Και σε αυτό, ο Παπανδρέου παραμένει πρωταθλητής. Όταν μιλά για αξιοκρατία, αποκέντρωση και νεολαία, είναι σαν να βλέπει κανείς έναν εμπρηστή να μοιράζει φυλλάδια πυρασφάλειας. Με λίγα λόγια, ο ΓΑΠ δεν αναλύει το brain drain· απλώς προσπαθεί να ξεπλύνει το πολιτικό του αποτύπωμα – στο μυαλό των λίγων που ίσως θυμούνται λίγο λιγότερο.
Κι αν κάποιοι σπεύσουν να πουν πως «ο Παπανδρέου έχει καλές προθέσεις», ίσως είναι οι ίδιοι που πιστεύουν ότι η ιστορία ξεγράφεται με συνέδρια και στρογγυλά τραπέζια. Στην πολιτική, όμως, οι πράξεις γράφουν τα κεφάλαια. Και αυτό το κεφάλαιο – το κεφάλαιο Παπανδρέου – γράφτηκε με ανεργία, λιτότητα, και αεροπορικά εισιτήρια χωρίς επιστροφή για μια ολόκληρη γενιά.