Η πολιτική αναταραχή που προκάλεσαν οι πρόσφατες παρεμβάσεις του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται πως δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον αριστερό χώρο, όπου Σωκράτης Φάμελλος και Αλέξης Χαρίτσης -οι «ηγετικές φωνές» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της Νέας Αριστεράς αντίστοιχα- κινούνται πλέον με εμφανή διάθεση σύμπλευσης. Με φόντο τις δημοσκοπικές πιέσεις και για τα δύο κόμματα, αλλά και την ανάγκη επανατοποθέτησης απέναντι στο νέο πολιτικό σκηνικό, η σύγκλιση αυτή δεν περνά απαρατήρητη, καθώς αναδεικνύει την αμηχανία που προκάλεσαν οι δημόσιες κινήσεις του πρώην πρωθυπουργού.

Στις τοποθετήσεις του, ο Σωκράτης Φάμελλος επιμένει ότι το «μείζον» για την Αριστερά είναι η ενότητα και η ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου, καταλογίζοντας ευθύνες σε όποιον καθυστερεί ένα κοινό μέτωπο απέναντι στη Δεξιά. Παράλληλα, αναγνωρίζει τη σημασία του Αλέξη Τσίπρα σε μια πιθανή προοδευτική συνεργασία, ενώ τονίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει από καιρό καταθέσει πρόταση για ενωτικό ψηφοδέλτιο. Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξης Χαρίτσης υπογραμμίζει την ανάγκη για «καθαρές θέσεις», απορρίπτει την εσωστρέφεια και σημειώνει πως η Νέα Αριστερά επιδιώκει συμμαχίες με προγραμματικούς όρους. Ο Χαρίτσης μιλά για κοινωνική πίεση, οξυμένες ανισότητες και ανάγκη για πραγματικές απαντήσεις προς την κοινωνική πλειοψηφία, επιμένοντας ότι «μέτωπο δεν θα κάνουμε με τον εαυτό μας». Οι δύο τοποθετήσεις –παρά τις διαφορετικές αφετηρίες– συγκλίνουν σε μια κοινή παραδοχή: η Αριστερά δεν αντέχει άλλη διάσπαση.

Και ενώ οι δηλώσεις Φάμελλου και Χαρίτση δείχνουν να κινούνται παράλληλα, το παρασκήνιο μιλά για κάτι περισσότερο: μια υποχρεωτική, σχεδόν αναγκαστική, σύγκλιση που επιταχύνθηκε μετά τη δημόσια παρέμβαση Τσίπρα με την «Ιθάκη». Οι παρεμβάσεις του πρώην προέδρου πυροδότησαν συζητήσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς, αναζωπύρωσαν τα ερωτήματα περί ηγεσίας στον χώρο και επιβάρυναν πολιτικά δύο κόμματα που ήδη βρίσκονται σε δημοσκοπική κάμψη. Έτσι, η ανάγκη για κοινό βηματισμό δεν εμφανίζεται ως πολιτική επιλογή, αλλά ως πολιτική επιβίωση.

Όταν η πίεση γεννά συγκλίσεις

Στο παρασκήνιο των δύο κομματικών μηχανισμών, η εντεινόμενη κινητικότητα αποτυπώνει κάτι περισσότερο από μια απλή «αναζήτηση προοδευτικού βηματισμού». Σύμφωνα με στελέχη που κινούνται στα εσωτερικά όργανα, η συζήτηση για συμπόρευση Φάμελλου-Χαρίτση δεν προέκυψε από μια ιδεολογική ωρίμανση, αλλά από ένα κοινό αίσθημα πολιτικής απειλής. Η συνεχής παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό με την καταγραφή απωλειών σε όλες τις δημοσκοπικές μετρήσεις, λειτουργεί σαν καταλύτης. Αν και κανείς από τους δύο νέους πόλους δεν το ομολογεί δημοσίως, η σύγκλιση παρουσιάζεται περισσότερο ως «υποχρεωτική άσκηση» παρά ως φυσική εξέλιξη. Οι δύο χώροι αντιμετωπίζουν την ίδια πραγματικότητα: η αποχώρηση Τσίπρα δεν εξάλειψε το βάρος της παρουσίας του. Αντίθετα, κάθε νέα του εμφάνιση αναμοχλεύει την εσωστρέφεια που τρώει χρόνια τώρα τον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς.

Η υπόγεια δυναμική των μετρήσεων και το άγχος της πολιτικής επιβίωσης

Οι τελευταίες μετρήσεις –ακόμη και αυτές που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί– δείχνουν μια καθαρή τάση φθοράς. Στελέχη των εταιρειών δημοσκοπήσεων αναφέρουν ότι, στα ποιοτικά στοιχεία, οι ψηφοφόροι του αριστερού φάσματος εμφανίζουν υψηλό βαθμό αποστασιοποίησης, όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και από τη Νέα Αριστερά. Το πρόβλημα, όπως σημειώνουν, δεν είναι απλώς η πτώση στα ποσοστά· είναι η αίσθηση ότι δεν υπάρχει πειστική εναλλακτική. Ο Φάμελλος δυσκολεύεται να επιβάλει τον ελεγκτικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ ο Χαρίτσης δεν έχει ακόμη χτίσει το αναγκαίο πολιτικό αποτύπωμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρουσία Τσίπρα λειτουργεί σαν μια «επικάλυψη παλιάς ισχύος» που αμφότεροι δεν μπορούν να παρακάμψουν. Και οι δύο φοβούνται ότι οποιαδήποτε διάσταση θα τους εκθέσει περαιτέρω σε δημοσκοπικές απώλειες.

Η πίεση αυτή δημιουργεί ένα υπόστρωμα διαρκούς αβεβαιότητας. Στελέχη που συμμετέχουν σε συσκέψεις στις δύο οργανώσεις λένε ότι, πίσω από τις κλειστές πόρτες, η αγωνία είναι εμφανής: η οποιαδήποτε καθυστέρηση σε πολιτικές πρωτοβουλίες ή η διατήρηση των παράλληλων πορειών θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση. Έτσι, η «σύμπλευση» εμφανίζεται ως η λιγότερο επώδυνη επιλογή - όχι επειδή τους ενώνει κάτι βαθύτερο, αλλά επειδή αντιμετωπίζουν την ίδια απειλή. Η έλλειψη πολιτικής αυτοπεποίθησης, σε συνδυασμό με τη σκιώδη παρουσία Τσίπρα, τους ωθεί σε μια βεβιασμένη κοινή αφήγηση περί «προοδευτικού μετώπου».

Οι τρεις ρόλοι: άμυνα, αναμονή και ανασυγκρότηση με το βλέμμα στο παρελθόν

Η σχέση των τριών πρωταγωνιστών θυμίζει περισσότερο αναγκαστική συνύπαρξη παρά συνειδητή συνεργασία. Ο Φάμελλος προσπαθεί να διατηρήσει ένα προφίλ θεσμικό, όμως, σύμφωνα με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, συχνά αναγκάζεται να προσαρμόζει τις κινήσεις του στο «μετα-Τσίπρα» κλίμα. Δεν μπορεί να συγκρουστεί ανοιχτά με τον πρώην πρωθυπουργό, γιατί γνωρίζει ότι ένα τμήμα του κομματικού σώματος παραμένει απόλυτα συνδεδεμένο μαζί του. Ο Χαρίτσης, από την άλλη, επιδιώκει να εμφανιστεί ως ο φορέας μιας νέας προοδευτικής κουλτούρας, αλλά δεν έχει καταφέρει να αποτινάξει την εικόνα του στελέχους που αναδείχθηκε από τον ίδιο τον Τσίπρα. Έτσι, ενώ προσπαθεί να διαφοροποιηθεί, παραμένει εγκλωβισμένος σε ένα διπλό παιχνίδι: να φανεί ανεξάρτητος, χωρίς να αποξενώσει την παλιά βάση.

Όσο για τον Τσίπρα, οι παρεμβάσεις του δεν έχουν την αθωότητα της ιδεολογικής αναζήτησης. Κατά πολιτικούς αναλυτές, επιχειρεί να δημιουργήσει μια «κατεύθυνση συσπείρωσης» γύρω από τη δική του ανάγνωση των εξελίξεων. Δεν επιδιώκει να επιστρέψει ηγεμονικά -τουλάχιστον όχι τώρα-, αλλά να διαμορφώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινούνται οι υπόλοιποι. Αυτός είναι και ο λόγος που η πολιτική κίνηση Φάμελλου-Χαρίτση ερμηνεύεται ως άμυνα: προσπαθούν να αποτρέψουν την πλήρη αναβίωση της εποχής Τσίπρα ως «καθοδηγητικού άξονα», γιατί κάτι τέτοιο θα τους άφηνε χωρίς πολιτικό χώρο.

Η θεωρητικοποίηση μιας αναγκαστικής πορείας

Το αφήγημα της «προοδευτικής ανασύνθεσης» που προωθείται τις τελευταίες εβδομάδες αποτελεί, σύμφωνα με παλιούς κομματικούς παράγοντες, μια προσπάθεια να βαφτιστεί η ανάγκη σε πολιτική θεωρία. Η ρητορική περί «νέου προοδευτικού ρεύματος» ελάχιστα συνδέεται με πραγματικό στρατηγικό σχεδιασμό. Αντίθετα, φαίνεται να αποτελεί έναν τρόπο να παρουσιαστεί η σύγκλιση ως αποτέλεσμα ώριμου διαλόγου, ενώ στην πραγματικότητα προκύπτει από την απώλεια επιρροής και την αδυναμία χάραξης διακριτής πορείας.

Ακόμη και στο οργανωτικό επίπεδο, όσοι γνωρίζουν λένε ότι οι ομάδες των δύο χώρων δυσκολεύονται να συμφωνήσουν σε βασικά σημεία. Η ατζέντα για την οικονομία, την κοινωνική πολιτική και τα θεσμικά ζητήματα εξακολουθεί να έχει διαφορές. Ωστόσο, καμία από τις πλευρές δεν θέλει να παρουσιαστεί ως ο «υπονομευτής» της συνεργασίας. Έτσι, προκρίνεται η επικοινωνιακή διαχείριση: μια προβολή «προοδευτικής σύγκλισης» που λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στην κριτική, αλλά δεν πατά πάνω σε μια συμπαγή πολιτική βάση.

Η κυβερνητική ανάγνωση: σταθερότητα απέναντι σε εσωτερική ταλάντευση

Από την οπτική της κυβέρνησης, όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα που επιβεβαιώνει την ανάγκη σταθερότητας. Την ώρα που ο αριστερός χώρος δείχνει να παλεύει με τα εσωτερικά του φαντάσματα, το κυβερνητικό στρατόπεδο προβάλλει ως νησίδα θεσμικής συνέχειας και πολιτικής συνέπειας. Η εικόνα ενός Τσίπρα που ακόμη σκιάζει τις εξελίξεις, ενός Φάμελλου που προσπαθεί να ισορροπήσει και ενός Χαρίτση που αναζητεί ρόλο ενισχύει την αίσθηση ότι η αντιπολίτευση αδυνατεί να παραγάγει ένα συνεκτικό και αξιόπιστο αντίβαρο.

Κυβερνητικές πηγές σημειώνουν ότι η σύμπλευση των δύο δεν δημιουργεί ανησυχία· αντίθετα, δείχνει ότι η Αριστερά βρίσκεται σε περίοδο έντονων ταλαντεύσεων, χωρίς σταθερό κέντρο βάρους. Όσο αυτό συνεχίζεται, η κυβέρνηση εμφανίζεται ως η μόνη δύναμη με πρόγραμμα, συνέχεια και συνοχή - στοιχεία που, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, αποτυπώνονται και στα δημοσκοπικά δεδομένα.

Σύγκλιση ανάγκης, όχι προοπτικής

Το τελικό συμπέρασμα από το παρασκήνιο είναι πως η σύμπλευση Φάμελλου-Χαρίτση δεν αποτελεί μια πολιτική τομή, αλλά έναν αναγκαστικό συγχρονισμό απέναντι στο βάρος που εξακολουθεί να ασκεί ο Αλέξης Τσίπρας. Η δημοσκοπική πτώση, οι οργανωτικές δυσλειτουργίες και η αδυναμία διατύπωσης ξεκάθαρου πολιτικού λόγου ωθούν τις δύο πλευρές σε έναν γάμο συμφέροντος. Η κυβέρνηση παρακολουθεί, γνωρίζοντας ότι μια αντιπολίτευση που ψάχνει ακόμη ταυτότητα δύσκολα μπορεί να διαμορφώσει πραγματικές ανατροπές.

Η επόμενη περίοδος θα δείξει αν αυτή η σύγκλιση μπορεί να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο ή αν θα μείνει μια ακόμη καταγραφή στο μακρύ ιστορικό των εσωτερικών ασκήσεων ισορροπίας της Αριστεράς. Προς το παρόν, μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια διαχείρισης πολιτικής φθοράς παρά με σχέδιο ανασύνταξης.