Οπωσδήποτε, η ανάπτυξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης αλλά και η πολλαπλάσια διάδοση των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο πρόσκτησης, επεξεργασίας και (κατά κυριολεξία, εκ του αγγλικού information) ενσωμάτωσης της κάθε είδους πληροφορίας, είτε αυτή αφορά στην ατομικότητα των διαδικτυακών μας φίλων, ακολούθων και ακολουθουμένων, είτε αυτή αφορά στη συλλογικότητα κοινωνικών ομάδων ή και εθνών.
Ο κρανιακός και ιδεολογικός μιμητισμός, βρίσκει, λοιπόν, πράγματι πρόσφορο, ηλεκτρονικώς και πολυπλοκάμως διασυνδεόμενο, έδαφος για την ανάπτυξή του στις οθόνες και στα πληκτρολόγια των υπολογιστών, των tablets και των κινητών μας. Έτσι, προκύπτει ο ψηφιακός ευτροφισμός ενός διαδικτυακού μιμητισμού.
Καλλιεργείται η ναρκισσιστική πανομοιοτυπία του διαδικτύου, καθώς όλοι θέλουμε, επιχειρούμε και -το χειρότερο- αισθανόμαστε πως πρέπει να μοιάσουμε σε όλους και σε όλα, ενώ αναφύεται μία υπολανθάνουσα αλλά εντονότατα πιεστική παρόρμηση του “ανήκειν” (σε συγκεκριμένες ομαδοποιήσεις) και του “συμμετέχειν” (σε όλα τα θεωρούμενα σημαντικά γεγονότα).
Ας μην ξεχνούμε πως και ο Ερντογάν, μέσω της εφαρμογής του FaceTime είχε καλέσει τους οπαδούς του να αντισταθούν στο αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016, μετουσιώνοντας, κυριολεκτικά, έναν άυλο προσωπο-χρόνο σε εμπράγματη και μαζική κινηματική πράξη πολιτικής αντίστασης.
Κάτι ανάλογο είδαμε να γίνεται -παλαιότερα- και στην περίπτωση της Αραβικής Άνοιξης. Υπό αυτό το πρίσμα, το εσώτερο κίνητρο της (εντός ή και εκτός των εισαγωγικών) δημοκρατικής αντίδρασης πολλών από τους διαδηλωτές θα μπορούσε να είναι η πρόσκτηση ψηφιακής ή και τηλεοπτικής δημοφιλίας και αναγνωρισιμότητας.
Δεν είναι όμως αυτή η μόνη παγίδα στην οποία κινδυνεύουμε να πέσουμε από μία επί πολλής ερμηνευτική προσέγγιση των όσων έλαβαν χώρα στην Τουρκία εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα του 2016, όταν έλαβε χώρα το οπερετικό, στην εκτέλεσή του (όπως αποδείχθηκε), πραξικοπήματος.
Οι μιντιακές και διαδικτυακές στρεβλώσεις της πληροφορίας, της πραγματικότητας και των επί μέρους γεγονότων που τη συναπαρτίζουν, καιροφυλακτούν πάντα, ιδιαίτερα στο δημοκρατικώς θολερό και (ψηφιακώς) υπό-κινούμενο έδαφος μιας πολιτικοστρατιωτικής συγκυρίας όπου είδαμε να συγχέονται και να συνέχονται εύκολα, τα όρια και οι ρόλοι του αυθαιρετούντος δυνάστη και του αόπλου διαδηλωτή, όπως είχε συμβεί το βράδυ της 15ης Ιουλίου 2016, στη γείτονα χώρα.
Άλλωστε, μαζί με τις εικόνες άοπλης αυτοθυσίας των πολιτών μπροστά στις τεθωρακισμένες μονάδες της πραξικοπηματικής κίνησης, είδαμε και αρκετούς φιλο-Ερντογανικούς διαδηλωτές να λιντσάρουν, να εξευτελίζουν και να ποδοπατούν μέχρι θανάτου πολλούς από τους στρατιώτες, τιμωρώντας τους ως ενεργούμενα των πραξικοπηματιών.
Αυτές οι εικόνες πολύ απέχουν από τις ψυχολογικές και δημοκρατικές ποιότητες της“ριζοσπαστικής ενσυναίσθησης” και γεννούν εύλογα ερωτήματα, περί πρόσμειξης των κινήτρων των Ερντογανικών υπερασπιστών της Δημοκρατίας με τις τυφλές ιδεολογικές συνιστώσες του φανατισμού και του προσωπικού ωφελιμισμού που προσβλέπει στην ανταμοιβή του υπερβάλλοντος δημοκρατικού ζήλου από το διατηρούμενο καθεστώς.
Η αμφίπλευρα ωμή έκφραση της βίας και της επιθετικότητας δεν σώζει ούτε τη Δημοκρατία, ούτε τα προσχήματά της. Η μετουσίωσή της σε υψηλές πράξεις αντιστασιακού αλτρουισμού και δημοκρατικής φιλαλληλίας αποτελεί τον μοναδικό εγγυητή ομαλότητας και ευημερίας, εν μέσω των αντιμαχόμενων ταπεινών ενστίκτων πολιτικής επιβίωσης. Γιατί, τα προβλήματα της δημοκρατίας δεν διορθώνονται με βίαιες εκτροπές, αλλά με περισσότερη Δημοκρατία της οποίας μέγιστη αρετή αποτελεί η ικανότητα συγχώρεσης ακόμη και των πιο θανάσιμων εχθρών της.