Η ευθεία σύγκριση των δύο πολιτικών αρχηγών ως προς τις ηγετικές ικανότητές τους και τη λεγόμενη «κυβερνησιμότητα» είναι σχεδόν χαοτική. Ιδιαίτερα δε στα λεγόμενα ζητήματα του σκληρού πυρήνα διακυβέρνησης - Τα στοιχεία διαψεύδουν την προσδοκία της Κουμουνδούρου να παίξει «στα όρια του στατιστικού σφάλματος» και δικαιολογείται έτσι ο εκνευρισμός του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του που εισπράττουν οι δημοσκόποι

ΕΡΣΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Οι κάλπες του 2019 και οι φετινές έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό για τον ΣΥΡΙΖΑ: την αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων εκ μέρους του επιτελείου της Κουμουνδούρου. Το 2019 ωστόσο οι δημοσκοπήσεις είπαν την αλήθεια, παρά το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να θεωρεί εαυτόν… ριγμένο από τους δημοσκόπους και γι’ αυτό περνάει στην επίθεση προτού ακόμη φτάσει η ώρα της φετινής κάλπης.

Κι αν οι δημοσκοπήσεις πουν ξανά την αλήθεια; Εδώ μιλάνε τα δεδομένα: το προβάδισμα της ΝΔ στην πρόθεση ή εκτίμηση ψήφου και η υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στα ποιοτικά χαρακτηριστικά μεταξύ των πολιτικών αρχηγών είναι αδιαμφισβήτητα. Από την επομένη των εκλογών του 2019 έως και σήμερα, σχεδόν δύο εβδομάδες πριν από τις κάλπες, ουδέποτε η τάση αυτή ανατράπηκε, παρά τη φθορά που έχει υποστεί ως κυβέρνηση η ΝΔ και προσωπικά ο πρωθυπουργός – μια φθορά που ούτως ή άλλως είναι αναμενόμενη από τη στιγμή που συμπληρώνουν τέσσερα χρόνια στην εξουσία.

Μοναδικό φαινόμενο

Τουναντίον, αυτό ακριβώς είναι που μοιάζει παράδοξο: ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει υποστεί… αμυχές στο προφίλ του, ενώ η ΝΔ καταγράφει αξιοσημείωτη συσπείρωση για κυβερνών κόμμα. Τόσο πολύ δηλαδή που ουδέποτε φαίνεται να έχει καταγραφεί αντίστοιχο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αφού τη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη π.χ. ο τότε πρωθυπουργός δεν ήταν ψηλά στις δημοτικότητες, ενώ το ΠΑΣΟΚ αύξησε τα ποσοστά του σε σχέση με την πρώτη εκλογική αναμέτρηση. Προς τούτο δεν είναι διόλου τυχαία η επιλογή της ΝΔ να προβάλλει το ερώτημα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» ως κεντρικό του προεκλογικού της αγώνα, καθώς η ευθεία σύγκριση των δύο αρχηγών ως προς τις ηγετικές ικανότητές τους και τη λεγόμενη «κυβερνησιμότητα» είναι σχεδόν χαοτική. Ιδιαίτερα δε στα λεγόμενα ζητήματα του σκληρού πυρήνα διακυβέρνησης, όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η εκπροσώπηση της χώρας στο εξωτερικό κ.λπ.

Η πρόβλεψη των ψηφοφόρων

Αντίστοιχη είναι και η εικόνα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στη λεγόμενη παράσταση νίκης, η οποία αποτελεί έναν από τους βασικούς δείκτες που αποτυπώνουν την ευρύτερη εκτίμηση του εκλογικού σώματος για την έκβαση της μάχης, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης. Ο δείκτης αυτός παραμένει σταθερός από την επομένη των εκλογών και η «γαλάζια» υπεροχή βαίνει ουχί μειούμενη, αλλά κατά καιρούς και αυξανόμενη. Με απλά λόγια και δίχως βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις και στατιστικά δεδομένα, η πλειονότητα των ψηφοφόρων «βλέπει» νίκη της ΝΔ.

Ως προς τα ποσοτικά δεδομένα των δημοσκοπήσεων και ειδικότερα την πρόθεση ή εκτίμηση ψήφου, οι έρευνες των τελευταίων ημερών δείχνουν ξεκάθαρα ότι η εικόνα είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που υπήρχε πριν από έναν μήνα, στη σκιά της τραγωδίας των Τεμπών. Ετσι, ψηφοφόροι της ΝΔ που δήλωναν τότε «αναποφάσιστοι», αλλά δεν μετακινούνταν σε άλλους πολιτικούς χώρους, φαίνεται να επιστρέφουν στο κυβερνών κόμμα και να του δίνουν την ώθηση που χρειάζεται για να φτάσει σε ένα αρκετά υψηλό ποσοστό από την κάλπη της απλής αναλογικής και να διεκδικήσει με αξιώσεις την αυτοδυναμία στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Ανοιγμα της ψαλίδας

Αξιοσημείωτα πάντως είναι και δύο ακόμη στοιχεία. Το πρώτο έχει να κάνει με τα υψηλά ποσοστά που καταγράφει και ο ΣΥΡΙΖΑ, διαψεύδοντας όσους θεωρούσαν ότι η κάλπη της απλής αναλογικής θα λειτουργήσει αποσυσπειρωτικά και θα «γεννήσει» αποτελέσματα αντίστοιχα με αυτά των πρώτων εκλογών του 2012 – ούτως ή άλλως, είναι εντελώς διαφορετικό σήμερα σε σχέση με τότε το πολιτικό σκηνικό και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Το δεύτερο είναι ότι η «ψαλίδα» ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να ανοίγει αντί να κλείνει όσο πλησιάζουν οι κάλπες. Τούτο διαψεύδει ασφαλώς την προσδοκία της Κουμουνδούρου να παίξει «στα όρια του στατιστικού σφάλματος» και γι’ αυτό δικαιολογεί πιθανότατα τον εκνευρισμό του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του που εισπράττουν οι δημοσκόποι. Από την άλλη πλευρά, ανεβάζει ακόμη πιο ψηλά τον πήχη για το επιτελείο της Πειραιώς, αφού η ΝΔ φαίνεται να έχει εξασφαλίσει ένα μεγάλο ποσοστό συσπείρωσης των ψηφοφόρων της, να έχει κλείσει τα στεγανά και να αποφεύγει σημαντικές διαρροές προς την ακροδεξιά και πλέον να «ψαρεύει» το κάτι… παραπάνω σε όμορες δεξαμενές για να μπορέσει να επιτύχει στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση τον στόχο της αυτοδυναμίας.